ὀξύπεινος

From LSJ
Revision as of 20:42, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρός τι" to "πρός τι")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπεινος Medium diacritics: ὀξύπεινος Low diacritics: οξύπεινος Capitals: ΟΞΥΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: oxýpeinos Transliteration B: oxypeinos Transliteration C: oksypeinos Beta Code: o)cu/peinos

English (LSJ)

ον, ravenously hungry, ravenous, greedy, of the eagle, Arist.HA619b29; of persons, Antiph.276, Eub.10.4 : metaph., πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος Plu.2.512f, cf. Cic.Att.2.12.2 :—later ὀξυπείνης, ου, ὁ, of one who eats between meals, Anon.in EN182.9; τένθης λέγεται ὁ ὀξύπεινος καὶ προτένθης Procl.ad Hes.Op.522.

German (Pape)

[Seite 353] heißhungerig, gefräßig; Demonic. com. bei Ath. IX, 410 d u. a. Comic. bei Ath. II, 47 b; Arist. H. A. 9, 34; πρὸς τοὺς λόγους, Plut. de garrul. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une faim aiguë : πρός τι affamé de qch.
Étymologie: ὀξύς, πεῖνα.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύπεινος:
1 томимый мучительным голодом Arst.;
2 перен. жаждущий (πρὸς τοὺς λόγους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπεινος: -ον, ὁ σφόδρα πεινῶν, πειναλέος, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3· ἐπὶ προσώπων, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 20, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2· ― μεταφορ., πρὸς τοὺς λόγους ὀξ. Πλούτ. 2. 512F, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 12, 2· ― μεταγεν., ὀξυπείνης, ου, ὁ, Φιλῆς π. Ζῴων 3. 8, Πρόκλ., κλ.

Greek Monolingual

ὀξύπεινος, -ον (Α)
1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος
2. (για πρόσ.) πειναλέος
3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.).
επίρρ...
ὀξυπείνως (Α)
με μεγάλη πείνα, με λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πεινος (< πείνα)].

Greek Monotonic

ὀξύπεινος: -ον (πεῖνα), πάρα πολύ πεινασμένος, αυτός που λιμοκτονεί, αχόρταγος, σε Κικ.

Middle Liddell

ὀξύ-πεινος, ον, πεῖνα
ravenously hungry, Cic.