ἀφιλόσοφος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἀφιλόσοφον, of persons,
A without taste for philosophy, one who does not love philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; συγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6.
2 of conditions, unphilosophic, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀφιλόσοφος τήρησις S.E.M.11.165.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Sph.259e, ἀφιλόσοφος καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀφιλόσοφος καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
•fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀφιλόσοφος Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον = no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. ἀφιλοσόφως = sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀφιλοσόφως Origenes Cels.2.17
•de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀφιλοσόφως εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.
German (Pape)
[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l'étude de la philosophie.
Étymologie: ἀ, φιλόσοφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.
Greek Monolingual
ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.
Greek Monotonic
ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.