καυσία

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσία Medium diacritics: καυσία Low diacritics: καυσία Capitals: ΚΑΥΣΙΑ
Transliteration A: kausía Transliteration B: kausia Transliteration C: kafsia Beta Code: kausi/a

English (LSJ)

ἡ, wide brimmed hat, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυσία -ας, ἡ κάω vilthoed (Macedonisch).

Russian (Dvoretsky)

καυσία: ион. καυσίηкавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.

Greek Monolingual

καυσία, ἡ (Α) καύσος
ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῖσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.).

Greek (Liddell-Scott)

καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3· «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a royal felt hat by the Macedonians (hell.; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Unexplained. Suggestion by Sapir AmJPh 60, 464. DELG connects καίω (?). Fur. 119 refers to γαύσαπος and γαυσάπης; also Lat. gloss on gausape. Quite unclear.

Frisk Etymology German

καυσία: {kausía}
Grammar: f.
Meaning: Ben. eines königlichen Filzhutes bei den Makedonen (hell. u. spät; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Etymology: Unerklärt. Lose Vermutung von Sapir AmJPh 60, 464.
Page 1,803