πέρπερος

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρπερος Medium diacritics: πέρπερος Low diacritics: πέρπερος Capitals: ΠΕΡΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pérperos Transliteration B: perperos Transliteration C: perperos Beta Code: pe/rperos

English (LSJ)

πέρπερον, vainglorious, braggart, Plb.32.2.5, 39.1.2, Arr.Epict.3.2.14, S.E.M.1.54; Glossaria on παρεμφάρακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 603] 2 Endgn, windbeutelig, leichtsinnig, bes. von geschwätzigen, eiteln Menschen, die mit Etwas großthun, bes. wie ἀλαζών, mit etwas Lügenhaftem, von ihnen selbst Ersonnenem; καὶ λάλος, Pol. 32, 6, 5. 40, 6, 2; vgl. Schol. Soph. Ant. 334, ἡ πέρπερος καὶ περιεργοτέρα γραμματική, S. Emp. adv. gramm. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
léger, frivole, étourdi, indiscret.
Étymologie: cf. lat. perperus, perperam, de la R. Περ, être mauvais ; cf. lat. perdo, pessum, etc., de per- péjoratif, distinct de la prép. per et dont la forme parallèle pra a produit pravus.

Russian (Dvoretsky)

πέρπερος: ветреный, пустой, легкомысленный Polyb., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

πέρπερος: -ον, (πρβλ. Λατ. perperus, perperam), κενόδοξος, μάταιος, κοινῶς «φανταγμένος», ὡς τὸ ἀλαζών, Πολύβ. 32. 6, 5., 40. 6, 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 54, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 14· ― ἐντεῦθεν περπερεύομαι, ἀποθ., καυχῶμαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιγ΄, 4, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 5, Εὐσταθ. Πονημάτ. 224. 83· πρβλ. ἐμπ-· ― περπερεία, ἡ, κενοδοξία, ἀλαζονεία, Κλήμ. Ἀλ. 251, Εὐστ. Πονημάτ. 228. 12· οὕτω, περπερότης, -ητος, ἡ, Ψευδο-Χρυσ. ― Λέξεις μεταγεν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση της λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη σημασιολογική απόσταση τών δύο τύπων. Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. pařpti «φουσκώνω»].

Greek Monotonic

πέρπερος: -ον, ματαιόδοξος, καυχησιάρης, σε Πολύβ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Subst. m. a. adj.
Meaning: vain wind-bag, dandy, boaster, vain, boastful (Plb., Arr., S.E.).
Derivatives: περπερ-ότης f. boast (Chrysost.), -εύομαι to be a wind-bag, to boast (1. Ep. Cor. 13, 4, M. Ant.; ἐμ- πέρπερος Arr.) with -εία f. (Clem. Al.); ῥωπο-περπερ-ήθρα f. empty boasting (Com. Adesp.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: Reduplicated formation, of which the formal identity with Lat. per-peram, -us wrong al the more suggests a loan from Latin, as πέρπερος is first attested since hellenist. times. -- W.-Hofmann s. v., who rejects other hypotheses.

Middle Liddell

πέρπερος, ον,
vainglorious, braggart, Polyb.

Frisk Etymology German

πέρπερος: {pérperos}
Grammar: Subst. m. u. Adj.
Meaning: eitler Windbeutel, Geck, Prahler, eitel, prahlerisch (Plb., Arr., S.E.);
Derivative: davon περπερότης f. Prahlerei (Chrysost.), -εύομαι windbeuteln, prahlen (1. Ep. Kor. 13, 4, M. Ant.; ἐμ- ~ Arr. u.a.) mit -εία f. (Clem. Al.); ῥωποπερπερήθρα f. Kleinprahlerei (Kom. Adesp.).
Etymology: Reduplikationsbildung, deren formale Identität mit lat. per-peram, -us verkehrt, fehlerhaft um so mehr den Gedanken an eine Entlehnung aus dem Latein nahelegt, als πέρπερος erst seit hellenist. Zeit belegt ist. — W.-Hofmann s. v. mit Ablehnung anderer Hypothesen.
Page 2,517

Translations

self-satisfied

Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: zelfingenomen; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: suffisant; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: selbstzufrieden; Greek: εφησυχασμένος, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ψωνισμένος, ψώνιο; Ancient Greek: αὐτάρεσκος, αὐτάρεστος, δυσαυχής, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, πέρπερος; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: самодовольный; Swedish: självbelåten

vainglorious

Armenian: փառամոլ; Bulgarian: суетен, тщеславен; Chinese Mandarin: 非常自負/非常自负; Czech: zpupný, chvástavý; Dutch: verwaand; Finnish: turhamainen, turhantärkeä, tyhmänylpeä; French: orgueilleux, vaniteux, fanfaron; Middle French: vainglorieux; Georgian: პატივმოყვარე, დიდების მოყვარე; German: hochmütig, dünkelhaft, aufgeblasen, prahlerisch; Gothic: 𐍆𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: ἀλαζών, αὐτεπαίνετος, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματικός, δυσαυχής, καυχηματικός, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, κομπῶδες, κομπώδης, ματαιόκομπος, μεγάλαυχος, πέρπερος, τυφομανής, φιλοκομπαστής, φιλόκομπος; Italian: vanaglorioso; Portuguese: vanglorioso; Russian: тщеславный; Spanish: vanidoso, soberbio, fachendoso, perdonavidas, fanfarrón