πνευματώδης
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
πνευματῶδες,
A like wind or like air, opp. ὑδατώδης, Arist.Mete. 380b16, 366b7, al., Epicur.Ep.1p.14U.; opp. ἀτμιδώδης, Arist.Mete. 341b9 (Comp.); π. ζῴδιον in the zodiac, opp. πυρῶδες, γεῶδες, ὑδατῶδες, Palch.in Cat.Cod.Astr.8(1).262; γράμματα π. pronounced with a strong breathing, as φ, ψ, ς, ζ, Pl.Cra.427a; aerated, οἶνος Arist.Pr.953b27.
2 windy, exposed to the wind, τόποι Thphr. CP 1.8.3, Plu.2.648d; ἐνιαυτοὶ π. windy years, Arist.Mete.344b27; ὧραι πνευματωδέσταται ib. 366b4.
3 flatulent, Hp.Aph.5.72, al.; πάθη Arist.Insomn.461a24, etc. (asthmatic, only Hp.Acut.(Sp.) 55).
b Act., causing flatulence, (κύαμοι) D.L.8.24; ὄσπρια Plu.2.286e.
II of the nature of breath, whispered, φωνεῖν πνευματῶδες, of the elephant, Arist.HA536b21; φωνὴ π. Id.Phgn.807b35.
German (Pape)
[Seite 640] ες, 1) dem Winde ähnlich, ψυχαί, S. Emp. adv. phys. 1, 71; – windig, voll Wind, aufgeblasen, gebläht, engbrüstig; auch γράμματα, aspirata, Plat. Crat. 427 a. – 2) blähend, von Speisen, Ath. VIII, 357 c.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui donne des vents.
Étymologie: πνεῦμα, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
πνευμᾰτώδης:
1 похожий на дыхание, т. е. воздухообразный, парообразный Arst., Sext.;
2 ветреный, богатый ветрами (ἐνιαυτοί Arst.);
3 вызывающий образование газов (οἶνος Arst.; ὄσπρια Plut.);
4 грам. произносимый с придыханием (γράμματα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνευματώδης -ες [πνεῦμα] winderig, flatulent. Hp. Aph. 5.72. uitgesproken met veel lucht (van bepaalde letters: φ, ψ, ς, ζ). Plat. Crat. 427a. astmatisch. Hp.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
πνευματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἄνεμον ἢ ἀέρα, ἀντίθετον τῷ ὑδατώδης, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 9, πρβλ. 2. 8, 10, κ. ἀλλ.· τῷ ἀτμώδης, αὐτόθι 1. 4, 2· γράμματα πν., τὰ προφερόμενα μεθ’ ἁδροῦ πνεύματος, ὡς φ, ψ, σ, ζ, Πλάτ. Κρατ. 427Α. 2) ἀνεμώδης, ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον, τόποι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3, Πλούτ.· πν. ἑνιαυτοί, καθ’ οὓς πνέουσι πολλοὶ ἄνεμοι, ἀνεμώδεις, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 11. 3) πλήρης ἀνέμου, «φουσκωμένος», Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ.· ― ὡσαύτως, ἀσθματικός, ὁ αὐτ.· πρβλ. Foës Oecon.· ― ὡσαύτως ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων «φούσκωμα», παράγων ἀέρια, οἶνος Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 11· κύαμοι Διογ. Λ. 8. 24· ὄσπρια Πλούτ. 2. 286 Ε. ΙΙ. ὁ ὅμοιος ἀναπνοῇ, ἔχων τὴν φύσιν τῆς ἀναπνοῆς, φωνεῖν πνευματῶδες, ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 20. πρβλ. Φυσιογν. 3, 6.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ πνεύμα, -ατος
αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη
νεοελλ.
1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά»)
2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος
μσν.
φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» — ζώδιο του οποίου το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο αέρας
αρχ.
1. (για οίνο) αεριούχος
2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ανεμοδαρμένος
3. αυτός που είναι γεμάτος με αέρα ή αέρια, φουσκωμένος
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από άσθμα
5. αυτός που δημιουργεί αέρια, που προκαλεί φούσκωμα («τῶν δὲ κυάμων ἀπηγόρευεν ἔχεσθαι διὰ τὸ πνευματώδεις ὄντάς», Διογ. Λαέρ.)
6. όμοιος με την αναπνοή («φωνὴ πνευματώδης», Αριστοτ.)
7. φρ. α) «γράμματα πνευματώδη» — γράμματα που προφέρονται με βαριά εκφορά
(«ὥσπερ γέ διὰ τοῦ ψῑ καί τοῦ φῑ καὶ τοῦ σῖγμα καὶ τοῦ ζῆτα, ὅτι πνευματώδη τὰ γράμματα», Πλάτ.)
β) «ἐνιαυτοὶ πνευματώδεις» — έτη κατά τα οποία πνέουν πολλοί άνεμοι.
επίρρ...
πνευματωδώς Ν
κατά τρόπο πνευματώδη, με ευφυΐα («απάντησε πνευματωδώς»).