καμήλα

From LSJ
Revision as of 16:50, 26 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

καμήλα και γκαμήλα και κάμηλος, η (AM κάμηλος, ὁ, ἡ, Μ και καμήλα)
1. μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι ἴδιον ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», Αριστοτ.)
2. παροιμ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο σώμα
2. η κωμική αναπαράσταση καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς
3. παροιμ. α) «η καμήλα για έν' άσπρο, και δε βγαίν' αγοραστής» — για τη σχετική αξία τών πραγμάτων
β) «η καμήλα πήγε να της βάλουν κέρατα, και της έκοψαν τ' αφτιά» — για γεγονός αντίθετο με το επιδιωκόμενο
αρχ.
(περιλπτ.)κάμηλος
το σύνολο τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα στράτευμα («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. gāmāl απ' όπου η γλώσσα του Ησύχ. γαμάλ
κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις. Με τον σημιτικό τ. για την «καμήλα» συνδέεται και η ετυμολ. προέλευση του γράμματος γάμμα (βλ. εγκ. λ. Γ, γάμμα). Το -η- του επιθήματος -ηλος της λ. κάμηλος οφείλεται στην τροπή του -ᾱ- σε -η- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. κάμηλος δανείστηκε επίσης η αρχ. ινδ. με τη μορφή kramela-, η λατ. με τη μορφή camēlus και στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. camel, γερμ. Kamel). Ο νεοελλ. τ. καμήλα είναι μεταπλασμένος τ. του κάμηλος κατά τα πρωτόκλιτα σε -α (πρβλ. παρθένος: παρθένα), ενώ ο τ. γκαμήλα σχηματίστηκε με ηχηροποίηση του κ- σε γκ- που ξεκίνησε από την αιτ. την καμήλα > την gαμήλα > η γκαμήλα (πρβλ. τον κρημνό > τον κρεμνό > το γκρεμό > ο γκρεμός).
ΠΑΡ. καμήλι(-ιον)
αρχ.
καμήλειος, καμηλεύω, καμηλίζω, καμηλικός, καμηλίτης, καμηλών
αρχ.-μσν.
καμηλάριος, καμηλώδης
μσν.- νεοελλ.
καμηλάρης
νεοελλ.
καμηλήσιος, καμηλιέρης, καμηλό, καμηλωτή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καμηλέμπορος, καμηληλασία, καμηλοπάρδαλη(-ις)
αρχ.
καμηλάνθραξ, καμηλάτης, καμηλοβάτης, καμηλοβοσκός, καμηλοπόδιον, καμηλοσφαγώ, καμηλοτρόφος
μσν.
καμηλογόμαρον, καμηλοειδώς, καμηλόκεντρον, καμηλοκόμος, καμηλοφορβός
νεοελλ.
καμηληλάτης, καμηλόδερμα, καμηλόμαλλο, καμηλοπούλι, καμηλοτόμαρο, καμηλότριχα, καμηλόψωρα. (Β' συνθετικό) στρουθοκάμηλος
νεοελλ.
προβατοκάμηλος, ψηλογκαμήλα].