κτήσιος

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιος Medium diacritics: κτήσιος Low diacritics: κτήσιος Capitals: ΚΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: ktḗsios Transliteration B: ktēsios Transliteration C: ktisios Beta Code: kth/sios

English (LSJ)

α, ον, (κτῆσις)
A belonging to property, χρήματα κτήσια property, A.Ag.1009 (lyr.); κτήσιον βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690.
II domestic, Ζεὺς Κτήσιος = the protector of house and property, A. Supp.445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl., τοὺς κ. Δίας Anticl.13; also Ἀθηνᾶ κτησίη Hp.l.c.; ὁ θεὸς ὁ κτήσιος Plu.2.828a; κτήσιος βωμός the altar of Ζεὺς Κτήσιος, A.Ag.1038; θεοὶ κτήσιοι = Lat. Penates, D.H. 8.41.

German (Pape)

[Seite 1519] zum Eigenthum, Vermögen gehörig; χρήματα Aesch. Ag. 981; κτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. Tr. 687. – Auch Ζεύς, Aesch. Suppl. 440, der das Eigenthum schützt, = ἑρκεῖος, Ath. XI, 473 b; s. noch Antiph. 1, 16 u. bes. Is. 8, 16, wo zu ihm gefleht wird ὑγίειαν διδόναι καὶ κτῆσιν ἀγαθήν, u. Harpocr.; u. so βωμός κτ. Aesch. Ag. 1008. – Θεοὶ κτήσιοι, die Hausgötter, deren Bilder auf dem Heerde standen, die Penaten, D. Hal. 8, 41, nach 1, 67 die Röm. penates. – Ἑρμῆς κτήσιος, der Eigenthum, Vermögen verleihende, so erklärt man θεὸς κτ. Plut. de vit. aer. al. 2, wie auch Ζεὺς κτήσιος. – Auch Κύπρις κτησία, als Beschützerinn der Hetären, Leon. Tar. 5 (VI, 211).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qu'on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, càd d'une brebis;
2 qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς κτήσιος ESCHL ou simpl. ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : κτήσιος βωμός ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.
Étymologie: κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als epithet van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038.

Russian (Dvoretsky)

κτήσιος:
1 находящийся в личной собственности, собственный (χρήματα Aesch.): χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. шерсть, (полученная от) собственного стада;
2 стоящий на страже домашнего очага (Ζεύς, βωμός Aesch.): Κύπρις κτησία (v.l. Κρησία) Anth. Киприда, покровительница гетер.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιος: -α, -ον, (κτῆσις) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., περιουσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον βοτόν, πρόβατον τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, οἰκεῖος, Λατ. penetralis, Ζεὺς κτήσιος, ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος ἁπλῶς, ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. βωμός, ὁ βωμὸς τοῦ Διός, κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― ἀλλά, Κύπρις κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41.

Greek Monolingual

κτήσιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση ή στο κτήμα, στην περιουσία («χρημάτων κτησίων», Αισχύλ.)
2. (για τον Δία) προστάτης της ιδιοκτησίας («ἀγγεῖον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)
3. (για την Αφροδίτη) η προστάτιδα τών εταιρών, τών πορνών
4. (ως προσωνυμία του Ερμή) ὁ Κτήσιος
αυτός που παρέχει, που χαρίζει περιουσία («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», Πλούτ.)
5. φρ. α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «κτήσιος βωμός» — ο βωμός του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτήτ-ιος, με συριστικοποίηση, < κτητός (πρβλ. δημόσιος), με πιθανή επίδραση του κτῆσις.

Greek Monotonic

κτήσιος: -α, -ον (κτάομαι),
I. αυτός που ανήκει στην ιδιοκτησία, χρήματα κτ., περιουσία, σε Αισχύλ.· κτ. βοτόν, το πρόβατο από το κοπάδι κάποιου, σε Σοφ.
II. αυτός που ανήκει στο σπίτι, Ζεὺς κτήσιος, ο προστάτης της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ. βωμός, ο βωμός του Διὸς κτησίου, στον ίδ.

Middle Liddell

κτήσιος, η, ον κτάομαι
I. belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of one's own flock, Soph.
II. belonging to one's house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.