συνεπιλαμβάνομαι
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιλαμβάνομαι: Μέσ.· ― ἐπιλαμβάνομαι ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ ἐγὼ μέρος, συμβοηθῶ, μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 3. 48., 5. 45, ἴδε Θουκ. 8. 2β· οὕτως ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 115 (πρβλ. συλλαμβάνω VI, προσεπιλαμβάνω ΙΙ. 2). 2) σ. τινί τινος, λαμβάνω μέρος μετά τινος, ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, σ. τινι τοῦ ἔργου Λουκ. Πρ. 13, πρβλ. Εἰκ. 8· σ. τινι σωτηρίας, βοηθῶ τινα ὥστε νὰ σωθῇ, Πολύβ. 11. 24, 8, κτλ.· σ. τινι τοῦ φόβου, συντελῶ εἰς αὔξησιν τοῦ φόβου, Θουκ. 6. 70· ― μετὰ δοτ. προσ. μόνον, λαμβάνω μέρος μετά τινος, ὑποστηρίζω τινά, ὁ αὐτ. 3. 74, Πολύβ. 5. 90, 2, κτλ. 3) μετὰ γεν. προσ., λαμβάνω τὸ μέρος τινός, Πλουτ. Θεμιστ. 12. ΙΙ. ἐνίοτε τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, οἷον, λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινι, λαμβάνω μέρος μετά τινος λόγῳ καὶ ἔργῳ, Θουκ. 2. 8· τινί τινος Μάξ. Τύρ. 14. 7· τινὶ πρός τι ὁ αὐτ. 16. 8· μετὰ δοτ. πράγμ., βοηθῶ τινὰ εἰς..., ὁ αὐτ. 21. 4· ― ἀπολ., βοηθῶ, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 3, 3. ― Πρβλ. προσεπιλαμβάνω ΙΙ. 2.
Greek Monotonic
συνεπιλαμβάνομαι:I. 1. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με άλλους, συνεπικουρώ, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος, συμβάλλω από κοινού σε κάτι ή βοηθώ κάποιον σε κάτι, συνεργώ, συμπράττω, σε Λουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου, συμβάλω στην αύξηση του φόβου, σε Θουκ.
2. με γεν. προσ., παίρνω το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ.
II. Ενεργ. με την ίδια σημασία, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με κάποιον τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. Mid. to take part in together, have a share in, partake in, c. gen. rei, Hdt., Thuc.: ς. τινί τινος to take part with or assist one in a thing, Luc.; ς. τινι τοῦ φόβου to contribute towards increasing their fear, Thuc.
2. c. gen. pers. to take the part of, Plut.
II. Act. in same sense, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί to take part with him in word and deed, Thuc.
German (Pape)
(λαμβάνω), mit od. zugleich anfassen, Hand anlegen, sich einer Sache mit annehmen, τινός; Her. 3.48, 5.45; Thuc. 3.74; ξυνεπιλαβέσθαι καὶ τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως, 8.76; Sp., ἔργου, DC. 35.9; Einem bei Etwas helfen, τινί τινος, z.B. θεὸς αὐτοῖς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας, Pol. 11.24.8, der es auch absolut braucht, ἐὰν μὲν ἡ τύχη συνεπιλαμβάνηται, 2.49.7; allein c. gen., συνεπιλήψονται τῶν πραγμάτων, 10.19.9, und öfter; und c. dat. der Person allein, 5.90.2; τὴν Ἀθηνᾶν παρακαλέσας συνεπιλαβέσθαι μοι τοῦ ἔργου, Luc. Prom. 13; – auch = mit zurückhalten, τῶν Ἑλλήνων, Plut. Themist. 12. – Selten ist das act., ἔρρωτο καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς, Thuc. 2.8.