λογιάζω

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαιλογιάζω)
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτιοπού 'χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.)
2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας της Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα 'τάκο τη νύκτα στο φουσάτο της Αθήνας», Ερωτόκρ.)
3. υπολογίζω, μετρώ
4. υπολήπτομαι, εκτιμώ
5. θεωρώ, νομίζω, υποθέτω («Δάσκαλε, εγροίκησά σου... και αληθινά λογιάζω εσύ να βγήκες απ' το νου σου», Φόρτου ν.)
6. αναρωτιέμαι, απορώ
7. αποφασίζω, κρίνω, συμπεραίνω («ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις άντρα μου», Πανώρ.)
8. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ
9. διστάζω
10. αναλογίζομαι
11. θυμούμαι, φέρνω κάτι στον νου μου
12. φαντάζομαι, βάζω στον νου μου
13. υποθέτω, νομίζω, θαρρώ
14. σκέπτομαι λογικά, νηφάλια
14. διστάζω
15. έχω έγνοια, νοιάζομαι, φροντίζω («για λόγου του παντοτινά λογιάζει», Ερωτόκρ.)
16. βλέπω, αντικρύζω, παρατηρώ
17. υποψιάζομαι
18. εμπνέω κάτι σε κάποιον
19. μέσ. θεωρούμαι, λογαριάζομαι, υπολογίζομαι («πιρλάντι δε λογιάζεται το κάθε τι που λάμπει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].