λογιάζω
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω)
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού 'χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.)
2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας της Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα 'τάκο τη νύκτα στο φουσάτο της Αθήνας», Ερωτόκρ.)
3. υπολογίζω, μετρώ
4. υπολήπτομαι, εκτιμώ
5. θεωρώ, νομίζω, υποθέτω («Δάσκαλε, εγροίκησά σου... και αληθινά λογιάζω εσύ να βγήκες απ' το νου σου», Φόρτου ν.)
6. αναρωτιέμαι, απορώ
7. αποφασίζω, κρίνω, συμπεραίνω («ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις άντρα μου», Πανώρ.)
8. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ
9. διστάζω
10. αναλογίζομαι
11. θυμούμαι, φέρνω κάτι στον νου μου
12. φαντάζομαι, βάζω στον νου μου
13. υποθέτω, νομίζω, θαρρώ
14. σκέπτομαι λογικά, νηφάλια
14. διστάζω
15. έχω έγνοια, νοιάζομαι, φροντίζω («για λόγου του παντοτινά λογιάζει», Ερωτόκρ.)
16. βλέπω, αντικρύζω, παρατηρώ
17. υποψιάζομαι
18. εμπνέω κάτι σε κάποιον
19. μέσ. θεωρούμαι, λογαριάζομαι, υπολογίζομαι («πιρλάντι δε λογιάζεται το κάθε τι που λάμπει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].