παραλείπω

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλείπω Medium diacritics: παραλείπω Low diacritics: παραλείπω Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: paraleípō Transliteration B: paraleipō Transliteration C: paraleipo Beta Code: paralei/pw

English (LSJ)

fut. παραλεί-ψω X.HG4.6.4 : pf.

   A -λέλοιπα Isoc.4.171 :—Pass., pf. -λέλειμμαι ib.74 :—leave on one side, leave remaining, Il.cc. :— Pass., ὅσα παρελέλειπτο Th.3.26 ; τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται is reserved for enemies, D.21.118.    II leave to another, λόγον τινὶ π. leave him time for speaking, οὐδενὶ τῶν ἄλλων -λιπὼν λόγον Aeschin.3.71 ; permit, allow, π. τινὶ ποιεῖν τι Plu.Arat.28.    III leave on one side, pass over, in an invitation, in a will, etc., τινα Ar.Ec.1145, Lys.31.21, etc. ; τὸ πρὸς ἀλλήλους ἀγωνίζεσθαι D.18.16 ; as dogs a hare, X. Cyn.3.6, etc.    2 neglect, E.Tr.43, Ar.Ra.1494, Av.456 (Pass.) ; τι τῶν τεταγμένων X.Cyr.8.6.16 ; opportunities, duties, etc., D.2.23, PHib.1.82.21 (iii B. C.), etc. :—Pass., τὰ παραλειπόμενα omissions, deficiencies, Pl.R.401e, cf.Lg.772c, Arist.Pol.1329b34 ; εἴ τις παραλείπεται [πρόσοδος] if the revenue is insufficient, Id.Rh.1359b25, cf. X. Mem.3.6.5.    3 pass over, leave untold, omit, E.Hel.773, And.1.8, Pl.Smp.188e, al. ; πολλὰ -λιπόντι ἀτοπίας Th.2.51 ; μυρία τοίνυν ἕτερ' εἰπεῖν ἔχων . . παραλείπω D.18.138 ; περί τινος π. D.S.5.26 ; πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εὶρημένων Isoc.10.67, 6.68 ; omit from a schedule, Lys. 17.4 ; τὰ παραλειπόμενα events omitted from the Books of Kings, title of the Books of Chronicles : abs., make an omission, Arist.EN1137b21.    4 cease doing, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ath. 6.234b.

German (Pape)

[Seite 487] (s. λείπω), vorbei lassen, unbeachtet lassen, übergehen; μή τι παραλείπωμεν τῶν ἀγαθῶν, Plat. Euthyd. 279 c; Ar. Eccl. 1145 Av. 456; vernachlässigen, τὸ τοῦ θεοῦ τε παραλιπὼν τό τ' εὐσεβές, Eur. Troad. 43; auslassen, nicht miterzählen, παραλείψω ταῦτα, Dem. 2, 4, öfter; Thuc. 2, 51; Xen. Cyr. 5, 3, 36.

Greek (Liddell-Scott)

παραλείπω: μέλλ. -ψω· πρκμ. -λέλοιπα Ἰσοκρ. 76D. ― Παθ., πρκμ. -λέλειπται ὁ αὐτ. Ὡς καὶ νῦν, ἀφίνω κατὰ μέρος, ἀφίνω ὀπίσω, Θουκ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 4· ― τοῖς ἐχθροῖς παραλείπεται (ὡς τὸ ὑπολ-), Δημ. 553. 4. ΙΙ. ἀφίνω εἰς ἕτερον, λόγον τινὶ π., ἀφίνω εἰς αὐτὸν καιρὸν νὰ ὁμιλήσῃ, Αἰσχίν. 63 ἐν τέλ.· ἐπιτρέπω, ἀφίνω, π. τινι ποιεῖν τι Πλουτ. Ἄρατ. 28. ΙΙΙ. παραλείπω, δὲν λαμβάνω ὑπ’ ὄψει, παρέρχομαι, Λατ. praetermitto, omitto, ἐν προσκλήσει, ἐν διαθήκῃ, κτλ., τινὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1154, Λυσίας 188. 41, κτλ.· ὡς οἱ κύνες τὸν λαγωόν, Ξεν. Κυν. 3, 6, κτλ. 2) παραμελῶ, Εὐρ. Τρῳ 43, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1194, Ὄρν. 456· ἐπὶ διαταγῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 16· μηδένα καιρὸν μηδ’ ὥραν παραλείπων ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων περιγίνεται Δημ. 24, 25, κτλ.· ― Παθητ., τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, ἐλλείψεις, Πλάτ. Πολ. 401Ε, πρβλ. Νόμ. 772C, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 8· εἴ τις παραλείπεται [[[πρόσοδος]]], ἂν τὸ εἰσόδημα δὲν εἶναι ἀρκετόν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 4, 8· ― τὰ παραλειπόμενα (ἐξυπακ. βιβλία) = τὰ βιβλία τῶν Χρονικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἴδε Schleusner Lex. 3) παρέρχομαι, δὲν λέγω τι, παρασιωπῶ, Εὐρ. Ἑλ. 773, Ἀνδοκ. 2. 16, Θουκ. 2. 51, Πλάτ. Συμπ. 188Ε, κ. ἀλλ.· μυρία τοίνυν ἕτερ’ εἰπεῖν ἔχων… παραλείπω Δημ. 273. 15· π. περί τινος Διόδ. 5. 26· πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν εἰρημένων Ἰσοκρ. 219Β, πρβλ. 130Β. 4) ἀπολ., κάμνω παράλειψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 5. 5) παύομαι πράττων τι, ἀδικοῦντες οὐ παραλείπουσι Ἀθήν. 234Α.

French (Bailly abrégé)

pf. παραλέλοιπα, pf. Pass. παραλέλειμμαι;
laisser de côté :
1 négliger;
2 se dispenser de, acc.;
3 omettre dans un récit, dans un discours, acc.;
4 abandonner, concéder : λόγον τινί ESCHN à qqn le temps de parler.
Étymologie: παρά, λείπω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος
2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή το λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ' εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.)
3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι ανεκτέλεστο, παραμελώ («παρέλειψα να διαβάσω την επιστολή που μού έστειλε»)
4. φρ. «Παραλειπομένων Βίβλος»
εκκλ. τίτλος ιστορικού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τους Εβδομήκοντα και περιλαμβάνει όσα παραλείφθηκαν από προγενέστερα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα από τα βιβλία Α'-Δ' Βασιλειών
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραλειπόμενα
όσα παραλείπει κανείς ως περιττά ή ευκόλως εννοούμενα
νεοελλ.
φρ. «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — παραλείπεται, παρασιωπάται ό,τι υπάρχει η δυνατότητα να εννοηθεί εύκολα
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον τον χρόνο να κάνει κάτι («οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον», Αισχίν.)
2. δεν λαμβάνω υπ' όψιν μου σε διαθήκη
3. παύω, σταματώ να κάνω κάτι
4. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ.) τὰ παραλελειμμένα
όσα έχουν παρασιωπηθεί.

Greek Monotonic

παραλείπω: μέλ. -ψω, παρακ. -λέλοιπα·
I. αφήνω κατά μέρος, αφήνω να παραμείνει πίσω, καταλείπω, σε Θουκ., Ξεν.· τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.
II. αφήνω σε κάποιον άλλο, λόγον τινὶ παραλείπω, αφήνω σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.
III. 1. αφήνω στην άκρη, δεν λαμβάνω υπόψιν, αψηφώ, παραμελώ, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται πρόσοδος, εάν το εισόδημα είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.
2. παραλείπω, αφήνω χωρίς να πω κάτι, παραμελώ, αφήνω στην άκρη, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὰ παραλειπόμενα, παραλείψεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραλείπω: (pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)
1) оставлять нетронутым (τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.);
2) предоставлять, разрешать (λόγον τινί Aeschin.; τινὶ ποιεῖν τι Plut.);
3) пропускать, обходить молчанием, не упоминать (τινά и τι Arph., Lys. etc.): τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. пропуски, недочеты;
4) упускать (καιρόν Plut.);
5) пренебрегать (τὸ τοῦ θεοῦ τό τ᾽ εὐσεβές Eur.).