ἄτηκτος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτηκτος Medium diacritics: ἄτηκτος Low diacritics: άτηκτος Capitals: ΑΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: átēktos Transliteration B: atēktos Transliteration C: atiktos Beta Code: a)/thktos

English (LSJ)

ον,

   A not melted or to be melted by fire, χιών Pl.Phd.106a; ἄ. πυρί Arist.GA762a31, cf. Mete.388b24.    2 insoluble in oil, Dsc. 5.160.    II metaph., not to be softened or subdued, νόμοις ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.

German (Pape)

[Seite 386] nicht geschmolzen, χιών Plat. Phaed. 106 a; nicht zu schmelzen, unschmelzbar, Tim. 73 e; Arist. (s. ἄτεγκτος); übertr., nicht zu erweichen, νόμοις Plat. Legg. IX, 853 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fondu.
Étymologie: ἀ, τήκω.

Spanish (DGE)

-ον
I no fundido, no licuado χιών Pl.Phd.106a.
II 1no soluble por efecto del agua u otro disolvente (τὴν γῆν) ἐάσαντα ἄτηκτον Pl.Ti.60e, cf. 61b, Dsc.5.160.
2 no fusible, que no se funde o licúa (γῆν) ... ὑπ' ἀμφοῖν ἄτηκτον ἀπηργάσατο hizo (la tierra) indestructible por ambos (el agua y el fuego), Pl.Ti.73e, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Mete.385a12, 20, 33, 378b24, πυρὶ ἄτηκτα de huesos y materia córnea, Arist.GA 762a31, de ciertas piedras, Arist.Mete.378a23, ἡ λιθάργυρος Gal.13.398.
3 fig. de pers. que no se ablanda, inflexible νόμοις ... ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτηκτος, -ον) τήκω
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει
αρχ.
ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και -μελησία) ατημελής
παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά
νεοελλ.
αδιαφορία για το ντύσιμο και την ευπρεπή εμφάνιση.

Greek Monotonic

ἄτηκτος: -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτηκτος: 1) не расплавленный (ἄ. καὶ ἀμάλακτος Arst.);
2) не растаявший (χιών Plat.);
3) нерастворимый (ὑπό τινος Plat.);
4) не поддающийся воздействию, неподатливый (νόμοις, καθάπερ τὰ σπέρματα πυρί Plat.).

Middle Liddell

not melted or to be melted, Plat.