ἀσύμφωνος

From LSJ
Revision as of 20:17, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμφωνος Medium diacritics: ἀσύμφωνος Low diacritics: ασύμφωνος Capitals: ΑΣΥΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: asýmphōnos Transliteration B: asymphōnos Transliteration C: asymfonos Beta Code: a)su/mfwnos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A not harmonious, Pl.R.402d; χορδή D.H. Comp.11.    2 metaph., discordant, at variance, ἐμαυτῷ Pl.Grg. 482c; ἕξεις Ocell.4.13; πρὸς ἀλλήλους Act.Ap.28.25, Arr.An.Prooem. (Comp.). Adv. -νως Pl.Lg.860c; τοῖς αὐτοῖς Arg.Str.I.    II not speaking the same language, πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.262d, cf. Lg.777d; ἀ. ταῖς διαλέκτοις D.S.17.53.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht dieselbe Sprache redend, ἄμικτα καὶ ἀσύμφ. πρὸς ἄλληλα Plat. Polit. 262 d; vgl. Legg. VI, 777 d. – 2) nicht im Einklang, χορδὴν κρούειν D. Hal. C. V. 11; nicht übereinstimmend, uneins, τινί Plat. Gorg. 482 c; πρὸς ἀλλήλους N. T.; καὶ ἀνάρμοστος Plut. Agis 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφωνος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφωνος, ον, μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, μὴ ἁρμονικός, Πλάτ. Πολ. 402D· χορδὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, ὁ διαφωνῶν πρός τινα, ἑμαυτῷ ἀσύμφωνον εἶναι καὶ ἐναντία λέγειν Πλάτ. Γοργ. 482C· πρὸς ἀλλήλους, Πράξ. Ἀπ. κη΄, 25: - Ἐπίρρ. ἀσυμφώνως Πλάτ. Νόμ. 860C. ΙΙ. μὴ λαλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, πρός τινα ὁ αὐτ. Πολιτικ. 262D, πρβλ. Νόμ. 777D· ἀσ. ταῖς διαλέκτοις Διόδ. 17, 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
discordant ; fig. qui ne s’accorde pas, en désaccord.
Étymologie: ἀ, σύμφωνος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): át. ἀξύμ-
I 1que no habla la misma lengua, γένη ... ἀσύμφωνα πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.262d, cf. Lg.777d, ἔθνος ἀ. ταῖς διαλέκτοις D.S.17.53.
2 mús. disonante φθόγγος Aristox.Harm.37.13, 67.11, σύστημα Aristid.Quint.14.10, διάστημα Aristid.Quint.106.29
de las cuerdas de un instrumento desafinado D.H.Comp.11.8, Arr.Epict.3.16.5.
II fig.
1 ref. a un conjunto falto de armonía, inarmónico εἰ δὲ ἀσύμφωνος εἴη ref. a pers., Pl.R.402d, cf. Luc.Par.28, μηδὲν ἀσύμφωνον ἐν τοῖς συνεστηκόσιν ἐστὶ κατὰ φύσιν nada hay inarmónico en cosas que se combinan conforme a la naturaleza Plot.2.1.2, cf. Ph.2.268.
2 ref. a distintos elementos discordante, discrepante c. dat. o prep., de pers. ἐμαυτῷ Pl.Grg.482c, πρὸς ἀλλήλους Act.Ap.28.25, ἐς ἀλλήλους Arr.An.proem.2
de cosas y abstr. ἀσύμφωνα τὰ σχήματα τοῖς σώμασιν las figuras no corresponden al cuerpo Arist.Cael.306b30, abs. δόξαι Thphr.CP 1.22.4, ἕξεις Ocell.56, κρίσεις S.E.M.11.89, λοιπογραφία PBeatty Panop.1.104 (III d.C.), δόγματα Iren.Lugd.Ep.Flor. en Eus.HE 5.20
neutr. subst. τὰ τῶν γραφῶν ἀσύμφωνα πειρῶνται μεταρρυθμίζειν Clem.Ep.Petr.1.4.
3 inadecuado, incompatible c. dat. (σπέρματα) ἀσύμφωνα τῇ χώρᾳ (semillas) no adecuadas al suelo Thphr.HP 8.8.1, cf. CP 1.13.4.
4 disputado, discutido χόρτος ἀ. forraje en disputa, PMich.581.18 (II d.C.).
III adv. -ως
1 en desacuerdo ἀ. τοῖς αὐτοῖς Str.1.argumen., ἀ. τῇ φύσει Arr.Epict.1.4.14, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).264.
2 fig. absurdamente ἀ. προσαγορεύειν Pl.Lg.860c.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σύμφωνος; inharmonious (figuratively): agree not.

English (Thayer)

ἀσύμφωνον, not agreeing in sound, dissonant, inharmonious, at variance: πρός ἀλλήλους (Diodorus 4,1), Josephus, contra Apion 1,8, 1); Plato, Plutarch, (others.).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμφωνος, -ον, Α και ἀξ-)
αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικός
νεοελλ.
αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον
αρχ.
1. μη αρμονικός, παράφωνος
2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον.

Greek Monotonic

ἀσύμφωνος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφωνος, -ον, αυτός που δεν συμφωνεί στον ήχο, σε Πλάτ.· μεταφ., ο διαφωνών, τινι, σε αντίθεση με κάποιον άλλο, στον ίδ.· πρός τινα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀσύμφωνος: староатт. ἀξύμφωνος
1) несозвучный, нестройный Plat.;
2) несогласующийся, несогласный, расходящийся (τινι Plut. и πρός τινα NT);
3) полный раздоров, недружный (πόλις ἀ. καὶ ἀνάρμοστος Plut.);
4) говорящий на другом языке, иноязычный (γένη ἀσύμφωνα πρὸς ἄλληλα Plat.; ἀσύμφωνοι ταῖς διαλέκτοις Diod.).

Middle Liddell


not agreeing in sound, Plat.:—metaph. discordant, at variance, τινι with another, Plat.; πρός τινα NTest.

Chinese

原文音譯:¢sÚmfwnoj 阿-沁-賀挪士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:不-共同-聲音

字義溯源:不和諧的,不調和,不合;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σύμφωνος)=共同發聲,和諧)組成;而 (σύμφωνος)又由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(φωνή)*=聲音)組成

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 他們⋯不合(1) 徒28:25