κίω

From LSJ
Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίω Medium diacritics: κίω Low diacritics: κίω Capitals: ΚΙΩ
Transliteration A: kíō Transliteration B: kiō Transliteration C: kio Beta Code: ki/w

English (LSJ)

   A κίεις A.Ch.680; imper. κίε Od.7.50, A.Pers.1068, Supp.852 (both lyr.); subj. κίῃς Od.1.311; opt.κίοι 9.42, A.Supp.504, κιοίτην, κίοιτε, Od.15.149, 3.347; part. κιών, κιοῦσα (for the accent cf. ἰών), 4.427, al.: impf. ἔκιον, Ep.1pl. κίομεν Il.21.456:—go, in Hom.almost always of persons, 2.565, 24.471, Od.4.427, etc.; of ships, Il.2.509:— Ep. Verb, Trag. only A.; as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426c: in Hom. perh. always aor., unless impf. in Il.23.257. (Cf. κινέω, κίνυμαι, Lat. ξιο.)

German (Pape)

[Seite 1444] poet. = ἴω, εἶμι, ge hen; bei Hom. nur im conj. κίω, optat. κίοιμι, imperat. κίε, partic. κιών und impf. ἔκιον vorkommend; ἄψοῤῥοι κίομεν Il. 21, 456, gew. von Menschen u. lebenden Wesen übh., aber auch τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, 2, 509, u. so sp. D.; Aesch. hat auch den indicat. praes., εἰς Ἄργος κίεις Ch. 664; imper. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Pers. 1025; κίοι Suppl. 504 (vgl. noch κιάθω). In Prosa nur bei Plat. Crat. 426 c zur Ableitung von κινέω erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

κίω: κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη εἶναι χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ εἶμι ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν μετακιάθω· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. κινέω). Πορεύομαι, ὑπάγω, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον χάριν ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao.2 ἔκιονpart. κιών;
aller.
Étymologie: R. κι, mettre en mouvement ; cf. κινέω.

English (Autenrieth)

opt. κίοι, κιοίτην, κ<<><>>τε, part. κιών, -οῦσα, ipf. ἔκιον, κίον: go, go away, usually of persons, rarely of things, Il. 6.422, Od. 15.149, Od. 16.177; the part. κιών is often employed for amplification, Od. 10.156, Od. 24.491.

Greek Monolingual

κίω (Α)
πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ.
β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῦ κίειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί-ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί τ. Η ίδια μορφή της ρίζας εμφανίζεται στα λατ. -tus «ταχύς», -eo «κινώ». Πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα ki- της ΙΕ ρίζας kei- «κινώ / κινούμαι» που απαντά παρεκτεταμένη και στα κί-νδ-αξ κί-νδ-υνος, ενώ στα κῑνέω / - και κῑνυμαι το μακρό -- δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας. Η αναγωγή τών δύο τελευταίων σε μορφή kiә2- της ΙΕ ρίζας ενισχύεται ίσως από την ύπαρξη τ. του κίω με θ. κια-, όπως η γλώσσα του Ησυχίου κίατο- ἐκινεῖτο (που όμως είναι αβέβαιη) ή ο αόρ. β' -κία-θον (όπου όμως το -α- δεν αποκλείεται να αποτελεί τερματικό στοιχείο)].

Greek Monotonic

κίω: προστ. κίε, βʹ ενικ. υποτ. κίῃς, Επικ. αʹ πληθ. κίομεν (αντί κίωμεν)· ευκτ. κίοιμι, μτχ. κιοῦσα, παρατ. ἔκιον, Επικ. κίον· πορεύομαι, πηγαίνω, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κίω: (ῐ) (только praes., impf. ἔκιον - эп. κίον, imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. κιών, opt. κίοιμι) идти: ἄψορροι κίομεν Hom. мы ушли обратно; αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. вернись, бедный, домой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίω [κινέω] poët., aor. ἔκιον, ep. κίον, conj. 2 sing. κίῃς, opt. 3 sing. κίοι, 2 plur. κίοιτε, dual. κιοίτην, ptc. κιών gaan ( m. n. van pers).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: set (oneself) in movement, (move)away (Hom., A.), wiht θ-enlargement μετ-εκίαθε, -ον followed after, visited (Il.; ι metr. lengthening).
Other forms: κίεις A. Ch. 680, further only preterite and non-indicative forms: ἔκιε (κίε), κίομεν, κίον, ipv. κίε, subj. κίῃς, opt. κίοι, ptc. κιών
Origin: IE [Indo-European] [538] *k(e)i(H?)- set in movement
Etymology: Orig. thematic root-aorist, which was interpreted as imperfect and got incidental present-forms (Schwyzer 747 and 686, Chantraine Gramm. hom. 1, 392f.; diff. Bloch Suppl. Verba 26ff.). - Beside the old root-aorist κί-ε Latin has an old primary to-deriv. in ci-tus quick, prop. *put in movement (con-citus, solli-citus a. o.). As present served im Greek κίνυμαι, κινέω (s. v.), which however was in close connection with σεύω (s. v.). In Latin the innovation ciēre (secondary (ac)-cīre) functioned as present. A "heavy basis" is supposed in μετ-εκίαθε and κίατο ἐκινεῖτο H.; to κια- (*kih₂-e-) the longvocalic κί-νυ-μαι could function as zero grade. - (Not here κίνδαξ s.v.) Cf. Strunk, Nasalpräsentien 88, 100, 114. W.-Hofmann s. cieō, Pok. 538f.

Middle Liddell

κίω, to go, Hom., Aesch.

Frisk Etymology German

κίω: {kíō}
Forms: (κίεις A. Ch. 680), sonst nur präteritale und außerindikativische Formen: ἔκιε (κίε), κίομεν, κίον, Ipv. κίε, Konj. κίῃς, Opt. κίοι, Ptz. κιών
Grammar: v.
Meaning: ‘sich in Bewegung setzen, (weg)gehen’ (Hom., A.), mit θ-Erweiterung μετεκίαθε, -ον ‘folgte(n) nach, auf-, besuchte(n)’ (ep. seit Il.; ι metr. Dehnung).
Etymology : Ursprünglich thematischer Wurzelaorist, der als Imperfekt umgedeutet wurde und zu gelegentlichen Präsensformen Anlaß gab (Schwyzer 747 und 686, Chantraine Gramm. hom. 1, 392f.; anders Bloch Suppl. Verba 26ff.). — Neben dem alten Wurzelaorist κίε steht im Latein eine ebenfalls alte primäre to-Ableitung in -tus rasch, schnell, eig. *‘in Bewegung (gesetzt)’ (con-cĭtus, solli-cĭtus u. a.). Als Präsens diente im Griechischen κίνυμαι, κινέω (s. d.), das indessen vielleicht zu σεύω (s. d.) in nächster Beziehung stand. Im Latein trat als Präsens die Neubildung ciēre (sekundär (ac)-cīre) ein. Eine sog. "schwere Basis" wird in μετεκίαθε und κίατο· ἐκινεῖτο H. vermutet; zu κια- könnte dann das langvokalische κί̄-νυμαι als Schwundstufe fungieren. — Vgl. noch zu κίνδαξ. Weitere Formen (für das Griechische ohne Belang) mit Lit. bei Bq, WP. 1, 361ff., W.-Hofmann s. cieō, Pok. 538f.
Page 1,862-863