περισχίζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισχίζω Medium diacritics: περισχίζω Low diacritics: περισχίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΧΙΖΩ
Transliteration A: perischízō Transliteration B: perischizō Transliteration C: perischizo Beta Code: perisxi/zw

English (LSJ)

   A slit and tear off, ἐσθῆτα Plu.Cic.36, Luc.DMeretr.8.1 ; κιτῶνα BGU22.16 (ii A. D.); slit open, Arist.HA550a30 :—Pass., π. τῷ μετώπῳ κόμη Poll.2.25.    II Pass., of a river, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον to split round a piece of land, i.e. divide into two branches and surround it, Hdt.9.51 ; π. περὶ τὸ χωρίον Plb.3.42.7, etc.: abs., of a stream of men, part and go different ways, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Pl.Prt. 315b ; of light, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Plu.2.407e, cf. Thphr.Ign.52 ; of sound, Sch.Poll.2.116.    III strip of all his clothes, τινα Arr.Epict.1.25.30.

German (Pape)

[Seite 595] rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσθ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσθαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισθεὶς ὁ ῥοῦς περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν, Plat. Prot. 315 b.

Greek (Liddell-Scott)

περισχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω ὁλόγυρα, διασχίζω, ἐσθῆτα Πλουτ. Κικ. 36, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 1· π. τὰ ᾠά, θραύω καὶ ἀνοίγω, διαρρήγνυμι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 8. ― Παθητ., περισχιζομένην τῷ μετώπῳ (κόμην), χωριζομένην ἐν τῷ μετώπῳ, Πολυδ. Β΄, 25. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ, περισχίζομαι τὸν χῶρον, διασχίζομαι εἰς δύο καὶ περιβάλλω μέρος τι, ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος κτλ. Ἡρόδ. 9. 51· οὕτω, π. περὶ τὸ χωρίον Πολύβ. 3. 42, 7, κτλ.· πρβλ. περιρρήγνυμι ΙΙ· ― οὕτως ἀπολ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων, διαχωρίζομαι καὶ ὑπάγω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Πλάτ. Πρωταγ. 315Β· ἐπὶ φωτός, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Πλούτ. 2. 407Ε· ἐπὶ ἤχου, Πολυδ. Β΄, 116· ἐπὶ φροντίδος, καὶ φροντὶς αὐτῆς οὐ περισχίζεται, οὐ περισπᾶται εἰς ἄλλα, Κλήμ. Ἀλ. 236. ΙΙΙ. ἀπογυμνώνω τῶν ἐνδυμάτων πάντων, τινὰ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 25, 30· πρβλ. περιρρήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

fendre ou déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;
Moy. περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d’un pays, d’un territoire en parl. d’un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext. se séparer, se partager.
Étymologie: περί, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω
2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω
3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια
4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή
5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα
6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας
7. μέσ. περισχίζομαι
α) (για ποταμό) χωρίζομαι στα δύο γύρω από ένα μέρος και ρέω στις πλευρές του
β) (για πλήθος ανθρώπων) διαχωρίζομαι και βαδίζω προς διάφορες κατευθύνσεις
γ) (για φως και ήχο) διαχωρίζομαι και κατευθύνομαι προς όλες τις διευθύνσεις, διαχέομαι, σκεδάζομαι
δ) (για ρούχο) καταξεσκίζομαι
8. παθ. διασχίζομαι, χωρίζομαι στη μέση.

Greek Monotonic

περισχίζω: μέλ. -ίσω·
I. σχίζω ολόγυρα, διασχίζω, σε Πλούτ., Λουκ.
II. Παθ., λέγεται για ποταμό, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον, διαβρώνω ολόγυρα ένα κομμάτι γης, δηλ. το χωρίζω σε δύο κομμάτια, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για πλήθος ανθρώπων, διαιρώ, διαχωρίζω και ακολουθώ διαφορετική πορεία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περισχίζω:
1) разрывать, раздирать (ἐσθῆτα Plut.);
2) раскалывать (τὰ ᾠά Arst.);
3) раздваивать, разделять: περισχίζεσθαι ἔνθεν καὶ ἔνθεν Plat. (о толпе) расступившись в стороны, сомкнуться вновь; (ὁ χῶρος), τὸν ἡ Ὠερόη περισχίζεται Her. местность, которую обтекает своими рукавами (река) Оероя; περισχισθεὶς περὶ τὴν πόλιν Polyb. обтекающая город своими обоими рукавами (река).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σχίζω act. rondom doen splijten, rondom scheuren. med.-pass., intrans. verschillende richtingen uitgaan, zich splitsen.

Middle Liddell

fut. ίσω
I. to slit and tear off, Plut., Luc.
II. Pass., of a river, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον to split round a piece of land, i. e. split into two branches so as to surround it, Hdt.;—so, of a stream of men, to part and go different ways, Plat.