ἀγνωμονέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνωμονέω Medium diacritics: ἀγνωμονέω Low diacritics: αγνωμονέω Capitals: ΑΓΝΩΜΟΝΕΩ
Transliteration A: agnōmonéō Transliteration B: agnōmoneō Transliteration C: agnomoneo Beta Code: a)gnwmone/w

English (LSJ)

   A to be ἀγνώμων, act without right feeling, X.HG1.7.33; coupled with ἀδικεῖν, Zeno Stoic.1.69; ἀ. εἴς τινα to act unfeelingly or unfairly towards one, D.18.94, Men.Sam.292; πρός τινα Apollod. Com.7.6: with a neut.Adj., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει Trag.Adesp.112: abs., disregard a summons, be contumacious, PStrassb.41.16 (iii A.D.); ἀ. περί τινα, περί τι, Plu.Alc.19, Cam.28: c. acc., treat unfairly, τὴν πόλιν Him.Or.2.31:—Pass., to be so treated, Plu.2.484b; ἀγνωμονηθείς Id.Cam.18; ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237v40 (ii A.D.).    2 act ill-advisedly, Aq.1 Ki.13.13.

German (Pape)

[Seite 18] (f. ἀγνώμων), bei Xen. Hell. 1, 7, 33, unverständig, unbillig sein; bei den spät. Attik. schlecht handeln, εἴς τινα Dem. cor. 94; πρός τινα ibd. 248, wie Phoc. 27; sehr oft bei Plut. περί τι und τινα, z. B. Cam. 28 Alc. 19 (Num. 12 absol. dem εὐγνωμονεῖν, recht handeln, entggstzt; Vit. Pud. 13 ἀγνωμονῶν καὶ ἀδικῶν); vgl. Apollon. com. Stob. Flor. 116, 35, auch öfter im pass. beleidigt, ungerecht behandelt sein, z. B. Cam. 18 Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνωμονέω: εἰμὶ ἀγνώμων, ἐνεργῶ ἄνευ τῆς προσηκούσης καλῆς διαθέσεως, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7. 33· ἀγν. εἰς ἢ πρός τινα, φέρομαι κακῶς ἢ ἀδίκως πρός τινα, Δημ. 257. 14, (κατὰ πρκμ.) 309. 25, Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὤν ἀγνωμόνει, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 521· ἀγν. περί τινα, περί τι, Πλουτ. Κάμ. 28, Ἀλκιβ. 19. ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις κακῶς ἢ ἀδίκως καὶ ἀπρεπῶς, ὁ αὐτ. 2. 484Α· ἀγνωμονηθείς, ὁ αὐτ. Κάμ. 18. κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire preuve d’ignorance, d’inadvertance, d’ingratitude;
2 agir sans réflexion, sans ménagement, avec violence;
3 agir avec mauvaise foi : περί τι en vue de qch.
Étymologie: ἀγνώμων.

Spanish (DGE)

I intr.
1 actuar de manera injusta μὴ ... ἀγνωμονεῖν δόξητε, προδοσίαν καταγνόντες X.HG 1.7.33, εἰς ὑμᾶς D.18.94, εἴς μ' ἀγνωμονεῖν Men.Sam.637, cf. Fauorin.De Ex.22.25, Apollod.Com.7.6, περὶ τοῦτον Plu.Alc.19
hacer trampa περὶ τὸν σταθμὸν Plu.Cam.28.
2 actuar tontamente Aq.1Re.13.13.
II tr.
1 tratar injustamente τὰ θνητά E.Fr.908b, σέ Zeno Stoic.1.69, τὴν πόλιν Him.Or.6.31, αὐτὴν Aesop.250.1, en v. pas. ἐγὼ τὰ μέγιστα ἠγνωμονημένος ὑπό σου UPZ 144.1, ἠγνωμονημένος καὶ μεμαστιγωμένος ἀκρίτως PSI 816.6 (ambos II a.C.), cf. Plu.2.484a, Cam.18, μὴ ἀγνωμονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237.5.40 (II d.C.).
2 desatender, incumplir el pago de una deuda contractual o fiscal τὰ τεταγμένα τέλη PSI 222.12 (III d.C.), εἰ ... ἀγνωμονοῖντο παρά τινων οἱ δημόσιοι φόροι Iust.Nou.15.6.1
abs. PGen.15.3 (biz.)
frec. part. ἀγνωμονῶν moroso, POxy.71.1.20 (IV d.C.)
defraudador Iust.Nou.8.8 proem.
gener. cometer un delito οἱ ἀγνωμονοῦντες PCair.Isidor.69.26 (IV d.C.).

• Etimología: Cf. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἀγνωμονέω: μέλ. -ήσω (ἀγνώμων), ενεργώ χωρίς την πρέπουσα σύνεση, χωρίς καλή διάθεση, φέρομαι άδικα, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., κάποιος με μεταχειρίζεται άδικα ή κακώς, ἀγνωμονηθείς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνωμονέω: поступать несправедливо (πρός и εἴς τινα Dem. и περί τινα Plut.): Κάμιλλος ἀγνωμονηθεὶς ἔβλαψε τὰ πράγματα Plut. недостойное поведение в отношении Камилла причинило ущерб государству; περὶ τὸν σταθμὸν ἀ. Plut. пользоваться неверными весами, обвешивать.

Middle Liddell

ἀγνώμων
to act without right feeling, act unfairly, Xen., Dem.; Pass. to be unfairly treated, ἀγνωμονηθείς Plut.