Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκορίζομαι

From LSJ
Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκορίζομαι Medium diacritics: ὑποκορίζομαι Low diacritics: υποκορίζομαι Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypokorízomai Transliteration B: hypokorizomai Transliteration C: ypokorizomai Beta Code: u(pokori/zomai

English (LSJ)

aor.

   A ὑπεκορισάμην Aristid.1.493 J., Charito 3.7: in dialects ὑποκουρίζομαι (q. v.).    I trans., call by endearing names, of lovers, νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζετο he would call me coaxingly little duck and little dove, Ar.Pl.1011; ψυχὴν ὑ. τινά call him dear soul, Plu.2.692e; τὴν Ἑκάλην ἐτίμων, Ἑκαλίνην ὑποκοριζόμενοι Id.Thes.14; [Κωλώτην] Ἐπίκουρος εἰώθει Κωλωτάραν ὑ. καὶ Κωλωτάριον Id.2.1107e; τὸν πύκτην Ἡρακλείδην Ἡρακλοῦν ὑπεκορίζοντο ib.624b, cf. Ath.13.585f.    2 call by a soft name, esp. call something bad by a fair name, gloss over, εὐηθείᾳ . . ἣν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν Pl.R.400e; ἐραστοῦ ὑποκοριζομένου καὶ εὐχερῶς φέροντος τὴν ὠχρότητα ib.474e; ὑποκοριζόμενοι, ὕβριν μὲν εὐπαιδευσίαν καλοῦντες κτλ. ib.560e; δουλείαν Φιλίππῳ ξενίαν καὶ ἑταιρίαν καὶ τοιαῦθ' ὑποκοριζόμενοι calling their slavery by the fair names of friendship, etc., D.19.259; fuga quam tu peregrinationem ὑποκοπίζη Cic.Att.9.10.4; προθυμίας τὰς ἐπιθυμίας ὑ. Plu.2.449a, cf. 56d, Sol.15, Aristid.2.112 J., etc.; ὑ. καὶ σκώπτει θάνατον Arr.Epict.4.1.166.    3 reversely, call something good by a bad name, οἱ μὲν φίλοι καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῦντες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν but my enemies nickname me Vice, X.Mem.2.1.26 (unless ὑποκοριζόμενοι has been transposed from the former clause).    4 make a pretence of, imitate, mimic, φθέγμα Philostr. VS2.10.2:—Pass., ὑποκεκορισμένη πρεσβεία pretended, Anon. ap. Suid.    II intr., use diminutives, Arist.Rh.1405b28.    III Act. (signf. 11) first in Dam.Isid.76, Eust.1196.13:—Pass., to become in the diminutive form, τὸ γῄδιον -ιζόμενον ἐφύλαξε τὸ η τοῦ γῆ A.D. Adv.174.27.

German (Pape)

[Seite 1221] nur praes. u. imperf., sich wie ein Kind gebehrden, wie ein Kind sprechen, indem man mit einem Kinde spielt, seine Sprache nachahmen, die Wörter verstümmeln und bes. sich vieler Verkleinerungswörter bedienen; dann auch als trans. c. accus. mit schmeichelndem Namen benennen, z. B. von Verliebten, νηττάριον καὶ φαττίον ὑπεκορίζετο, er nannte mich liebkosend sein Entchen und Täubchen, Ar. Plut. 1012; Ἑκάλην ἐτίμων, Ἑκαλήνην ὑποκοριζόμενοι Plut. Thes. 14; bes. Diminutiva gebrauchen, Arist. rhet. 3, 2; s. auch ὑποκουρίζομαι. – Aber auch eine schlechte oder häßliche Sache mit gefälligem, milderndem Namen belegen, um das Schlimme oder Schändliche derselben zu verhüllen, also bemänteln, beschönigen, προδιδόντες ἐλευθερίαν, αὐθαίρετον αὑτοῖς ἐπάγονται δουλείαν, Φιλίππου φιλίαν καὶ ξενίαν καὶ ἑταιρίαν καὶ τὰ τοιαῦθ' ὑποκοριζόμενοι, indem sie diese mit beschönigenden Worten Freundschaft mit Philipp u. vgl. nannten, Dem. 19, 259, οὐχ ἓν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν ὡς εὐήθειαν Plat. Rep. III, 400 e, vgl. V, 474 e; Ath. XII, 516 a οἱ Λυδοὶ τὸ πικρὸν τῆς πράξεως ὑποκοριζόμενοι τὸν τόπον καλοῦσι γλυκὺν ἀγκῶνα; u. so ὑποκορίζεσθαι τὰς πόρνας ἑταί. ρας, beschönigend sie Hetären, Freundinnen nennen, Plut. Sol. – Aber auch umgekehrt, eine gute, löbliche Sache durch einen verkleinernden Namen herabsetzen, verunglimpfen, schmähen, οἱ μισοῦντες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν, sie nennen mich verunglimpfend das Laster, Xen. Mem. 2, 1,26; καὶ σκώπτειν Ar. Epict. 4, 1,166; – nachäffen, Sp. – Vgl. auch ὑποκορισμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορίζομαι: μέλλ. -ίσομαι· ἀόρ. ὑπεκορισάμην Ἀριστείδ. 1. 493, Χαρίτων 3. 7· ἀποθ. Κυρίως, φέρομαι ὡς παιδίον, ὁμιλῶ τὴν γλῶσσαν παιδίου, μεταχειρίζομαι λέξεις θωπευτικάς, οἷαί εἰσι τὰ ὑποκοριστικὰ ὀνόματα· ἐντεῦθεν, 1) μεταβ., καλῶ τινα μὲ ὀνόματα ὑποκοριστικὰ καὶ θωπευτικά, ἐπὶ ἐραστῶν, εἰ λυπουμένην αἴσθητό με, νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζετο, θὰ μὲ ἐκάλει θωπευτικῶς παππάκι μου καὶ περιστεράκι μου, Ἀριστοφ. Πλ. 1011· ψυχὴν ὑπ. τινα, καλῶ τινα χαϊδευτικῶς «ψυχίτσα μου», Πλούτ. 2. 692D· τὴν Ἑκάλην ἐτίμων, Ἑκαλίνην ὑποκοριζόμενοι ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 14· Κολώτην Ἐπίκουρος εἰώθει Κολωτάραν ὑπ. καὶ Κολωτάριον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. 2. 1107D· τὸν πύκτην Ἡρακλείδην Ἡρακλῆ ὑπεκορίζοντο, κολακεύοντες ὠνόμαζον..., αὐτόθι 624Β, πρβλ. Ἀθήν. 585F. 2) καλῶ μὲ ὄνομα εὔφημον, ἰδίως εἰς κακόν τι πρᾶγμα δίδω ὄνομα καλόν, ἣν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν ὡς εὐήθειαν Πλάτ. Νόμ. 400Ε· ἐραστοῦ ὑποκοριζομένου καὶ εὐχερῶς φέροντος τὴν ὠχρότητα αὐτόθι 474Ε· ὑποκοριζόμενοι, ὕβριν μὲν εὐπαιδευσίαν καλοῦντες αὐτόθι 560Ε· Φιλίππου φιλίαν καὶ ξενίαν καὶ ἑταιρίαν καὶ τὰ τοιαῦθ’ ὑποκοριζόμενοι, καλοῦντες (τὴν δουλικὴν σχέσιν των) διὰ τῶν κομψῶν ὀνομάτων τῆς φιλίας, κλπ. Δημ. 424. 11· τὰς ἐπιθυμίας ὑπ. προθυμίας Πλούτ. 2. 449Α· πρβλ. 56D, Ἀριστείδ. 2. 112, κλπ.· ― πρβλ. ὑποκουρίζομαι. 3) τἀνάπαλιν, ἀγαθόν τι καλῶ διὰ κακοῦ ὀνόματος, οἱ μὲν φίλοι καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῦντες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν, οἱ ἐχθροί μου παρονομάζουσι Κακίαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 16· τινὲς ὅμως ἑρμηνευταὶ ἐνόμισαν ὅτι τὸ ὑποκοριζόμενοι μετηνέχθη ἐκ τῆς προηγουμένης προτάσεως· ― ἀλλ’ ὅμωςλέξις κεῖται ἐν ὁμοίᾳ σημασίᾳ καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, ὑπ. καὶ σκώπτει θάνατον, θεωρεῖ ἐλαφρὸν πρᾶγμα καὶ περιπαίζει τὸν θάνατον, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 4. 1, 166. 4) προσποιοῦμαί τι, φιλίαν Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνσταντίνου 1. 50· μιμοῦμαι, Φιλόστρ. 587· ― Παθητ., ὑποκεκορισμένη πρεσβεία, κατὰ προσποίησιν, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. β) μετ’ ἀπαρ., «κάμνω ὅτι»..., προσποιοῦμαι, Εὐστ. ἐν Βίῳ Κωνσταντίνου 2. 15. ΙΙ. ἀμεταβ., ποιοῦμαι χρῆσιν ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 15. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. πρῶτον παρὰ Δαμασκίῳ ἐν Φωτίου Βιβλ. 341. 5, Εὐστάθ. 1196. 13. ― Παθ., γίνομαι, ἐν τῷ ὑποκοριστικῷ τύπῳ, εἴδη ὑπ. εἰδύλλια ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 60. 30.

French (Bailly abrégé)

impf. ὑπεκοριζόμην, ao. ὑπεκορισάμην;
qqes formes actives chez les lexicographes seul.
parler d’une manière enfantine, amuser un enfant en imitant son langage, en le caressant ; p. suite
1 désigner par un diminutif ; désigner par de petits noms de tendresse, par des mots caressants;
2 atténuer par l’expression une chose mauvaise ou blâmable;
3 en mauv. part rapetisser, amoindrir, dénigrer.
Étymologie: ὑπό, κόρη.

Greek Monolingual

ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ
(στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις
νεοελλ.
καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο του ονόματός του
μσν.-αρχ.
μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλίαβάβιον και παιδίον ἀνεκάλει ὑποκορίζουσα τὴν φωνήν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) (για εραστές) δίνω σε κάποιον χαϊδευτικό όνομα, κολακεύω κάποιον ονομάζοντάς τον χαϊδευτικά («τὴν Ἑκάλην ἐτίμων, Ἑκαλίνην ὑποκοριζόμενοι», Πλούτ.)
2. μετριάζω την εντύπωση που προκαλεί κάτι το κακό ή το δύσφημο δίνοντάς του ευχάριστο ή εύφωνο όνομα, συγκαλύπτω με λέξεις, κάνω ευφημισμό (α. «καὶ προθυμίας τὰς ἐπιθυμίας ὑποκορίζονται», Πλούτ.
β. «ἀστείως ὑποκορίζεσθαι τὰς μὲν πόρνας, ἑταίρας», Πλούτ.)
3. δυσφημώ κάτι το καλό δίνοντάς του κακό όνομα («οἱ μὲν φίλοι καλοῡσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῡντες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν», Ξεν.)
4. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («τὰ μὲν πρῶτα φιλίαν ὑποκοριζόμενος δόλῳ καὶ ἀπάτη πάντ' ἔπραττεν», Ευσ.)
5. μιμούμαι κάποιον κοροϊδεύοντάς τον («ὑποκοριζόμενος τοὺς μὲν τὸ φθέγμα, τοὺς δὲ τὸ βάδισμα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόρη. Το απλὸ ρ. κορίζομαι «θωπεύω, χαϊδεύω, καλοπιάνω» απαντά μόνο μια φορά].

Greek Monotonic

ὑποκορίζομαι: μέλ. -ίσομαι,
I. αποθ., μιλώ τη γλώσσα παιδιού, φέρομαι παιδιάστικα,
1. μτβ., (απο)καλώ με στοργικά, γλυκά προσωνύμια, σε Αριστοφ.
2. (απο)καλώ, ευφημ., με ευοίωνο όνομα (δηλ. σε ένα κακό πράγμα δίνω καλό όνομα), συγκαλύπτω, μειώνω τις δυσμενείς επιπτώσεις ή μετριάζω, μαλακώνω, απαλύνω, σε Πλάτ., Δημ.
3. αντιστρόφως, σε καλό πράγμα δίνω κακό όνομα, παρονομάζω, βγάζω παρωνύμιο, παρατσούκλι, σε Ξεν.
II. αμτβ., χρησιμοποιώ υποκοριστικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκορίζομαι: дор. ὑποκουρίζομαι
1) лепетать как ребенок, ласкательно называть Plut.: ὑ. τινὰ νηττάριον καὶ φάττιον Arph. называть кого-л. уточкой и голубкой;
2) называть смягченным словом, выражаться эвфемистически Dem., Plut.: ἄνοιαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν ὡς εὐήθειαν Plat. простоватость мы (иногда) мягко называем добродушием;
3) рит. употреблять уменьшительные имена Arst.;
4) умалять, уничижать: οἱ μισοῦντες ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσί με Κακίαν Xen. враги оскорбительно именуют меня Порочностью.

Middle Liddell

fut. ίσομαι
Dep.
I. to talk child's language,
1. trans. to call by endearing names, Ar.
2. to call by a fair name, gloss over or palliate, Plat., Dem.
3. reversely, to call something good by a bad name, to nickname, Xen.
II. intr. to use diminutives, Arist.