κατάπλοος

From LSJ
Revision as of 16:16, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλοος Medium diacritics: κατάπλοος Low diacritics: κατάπλοος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: katáploos Transliteration B: kataploos Transliteration C: kataploos Beta Code: kata/ploos

English (LSJ)

contr. κατάπλους, ὁ,

   A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κ. the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9.    2 sailing down stream, esp. down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κ. OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.).    II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κ. X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κ. one who had just returned, Plb.15.23.3.

German (Pape)

[Seite 1371] zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλοος: συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ ἄφιξις τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως μετὰ τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον πλοῦς, ἐπιστροφή, ὁ οἴκαδε κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ τόπος, ὅπου καταπλέει τις, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
1 trajet en venant de la haute mer ; débarquement;
2 retour par mer.
Étymologie: καταπλέω.

Greek Monotonic

κατάπλοος: συνηρ. -πλους, (καταπλέω),
I. πλεύση προς την ξηρά, προσόρμιση, σε Θουκ.
II. πλεύση προς τα πίσω, επάνοδος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλοος: стяж. κατάπλους
1) прибытие кораблей, высадка: τοῖς (Λακεδαιμονίοις) ἀφειδὴς ὁ κ. καθεστήκει Thuc. лакедемоняне производили высадку не щадя кораблей; ὁ Σικελικὸς κ. Dem. прибытие кораблей из Сицилии; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν Polyb. тотчас же после высадки начать осаду города;
2) обратное плавание, возвращение (οἴκαδε Xen.).

Middle Liddell

καταπλέω
I. a sailing down to land, a putting ashore, putting in, Thuc.
II. a sailing back, return, Xen.