ποτάομαι

From LSJ
Revision as of 12:17, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτάομαι Medium diacritics: ποτάομαι Low diacritics: ποτάομαι Capitals: ΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: potáomai Transliteration B: potaomai Transliteration C: potaomai Beta Code: pota/omai

English (LSJ)

poet. Frequentat. of πέτομαι, Ep. also ποτέομαι (imper.

   A ποτεῦ Call.Fr.1.50P.) (v. infr.), also Alc.43; Aeol. 2sg. πότῃ Sapph.41 (dub.); Dor. 3sg. ποτῆται Alcm.26.3; Aeol. part. ποτήμενος Theoc. 29.30: fut. ποτήσομαι Mosch.2.145 (s.v.l.): aor. ἐποτήθην, Dor. -άθην [ᾱ] S.Fr.476 (ἀμ-, lyr.): pf. πεπότημαι, Dor. -ᾱμαι in lyr. passages of Trag., A.Pers.668, Eu.378, E.Hipp.564:—fly hither and thither, ὀρνίθων ἔθνεα… ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται Il.2.462; νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Od.24.7; κεραυνοὶ… ποτέοντο Hes.Th.691; ποτώμεναι ἄλλοτε ἄλλῃ h.Merc.558; in Trag. also simply = πέτομαι, fly, A. Ag.576, etc.; τὰ ποτήμενα συλλαβῆν Theoc. l. c.; of sounds, [βοὰ] π. A.Th.84 (lyr.); ἐκ στομάτων π. εὐχά Id.Supp.657 (lyr.): pf. (with pres. sense), to be upon the wing, ψυχὴ δ'… ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; [μέλισσαι] αἱ μέν τ' ἔνθα… πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα Il.2.90; Ἔρις πεπότητο Hes.Sc.148.    2 metaph., δεῖμα προστατήριον καρδίας… ποτᾶται hovers, A.Ag.977 (lyr.), cf.Ch.390 (lyr.); τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ… π. Id.Eu.378 (lyr.), cf. Pers.668 (lyr.); to be fluttered, ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας Ar.Av.1445, cf. Nu. 319.

German (Pape)

[Seite 688] ep. u. att. poet. statt πέτομαι (vgl. ποτέομαι u. πωτάομαι), fliegen; ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται, Il. 21, 462; perf. πεποτήαται, 2, 90; ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται, Od. 11, 222; in der ersten Stelle ist die Perfectbedeutung nicht festzuhalten, sie sind in Fliegen, sie fliegen; Tragg. in manchen Uebertragungen: ἐκ στομάτων ποτάσθω εὐχά, Aesch. Suppl. 644; βοὰ ποτᾶται, Spt. 84; Στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, Pers. 656, vgl. Eum. 356; ποταθείην, Soph. frg. 423; μέλισσα οἵα τις πεπόταται, Eur. Hipp. 504, u. oft im praes.; Ar. auch für schnell laufen, Lys. 1013; πεποτῆσθαι τὰς φρένας, Av. 1445.

Greek (Liddell-Scott)

ποτάομαι: ποιητ. θαμιστ. τοῦ πέτομαι, Ἐπικ. ὡσαύτως ποτέομαι Ὅμ., ὅστις χρῆται ὡσαύτως τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλῃ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. ἁπλῶς = πέτομαι, «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ ἔνθα… πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα Ἰλ. Β. 90· ἔρις πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., δεῖμα προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι μετέωρος, οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. φράσις παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. ἐκποτάομαι, ἀναπτερόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. ἐποτῶμην, f. ποτήσομαι, ao. ἐποτήθην, pf. πεπότημαι au sens du prés.
voler, voltiger ; fig. en parl. d’une prière qui s’envole des lèvres, d’un cri ; s’envoler, disparaître.
Étymologie: cf. πέτομαι.

English (Autenrieth)

and ποτέομαι (frequentative of πέτομαι), ποτῶνται, ποτέονται, perf. πεπότηται, 3 pl. πεποτήαται: flit. fly; said of the souls of the departed, Od. 11.222.

English (Slater)

ποτάομαι
   1 fly πεποταμ[ Πα. 7. c. 2.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ποτέομαι Α
βλ. ποτῶμαι.

Greek Monotonic

ποτάομαι: Επικ. -έομαι, θαμιστικό του πέτομαι· Δωρ. μτχ. ποτήμενος· μέλ. ποτήσομαι, αόρ. αʹ ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ], παρακ. πεπότημαι, Δωρ. -ᾶμαι, Επικ. γʹ πληθ. πεποτήᾰται· γʹ ενικ. υπερσ. πεπότητο,
I. πετώ ολόγυρα, σε Όμηρ.· κεραυνοὶ ποτέοντο, σε Ησίοδ.· απλώς, = πέτομαι, πετώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, λέγεται για μάταιες αναζητήσεις, σε Θεόκρ.· παρακ. (με σημασία ενεστ.), είμαι έτοιμος να πετάξω, σε Όμηρ.
II. 1. μεταφ., μετεωρίζομαι, τριγυρίζω, σε Αισχύλ.
2. βρίσκομαι σε πτήση, φτερουγίζω, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ποτάομαι: эп. ποτέομαι (impf. ἐποταόμην, fut. ποτήσομαι, aor. ἐποτήθην, pf. со знач. praes. πεπότημαι - дор. πεπότᾱμαι, эп. 3 л. pl. πεποτήαται) летать, порхать (ἔνθα καὶ ἔνθα Hom.): βοὰ ποτᾶται Aesch. несется шум.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτάομαι [~ πέτομαι] Aeol. praes. 2 sing. πότῃ of πότᾳ, 3 plur. ποτῶνται, Ion. ποτέονται, Aeol. ptc. n. plur. ποτήμενα; Ion. imperf. 3 plur. ποτέοντο; aor. pass. ( act. bet. ) ἐποτήθην; perf. πεπότημαι, Dor. 3 sing. πεπότᾱται, ep. 3 plur. πεποτήαται, inf. πεποτῆσθαι, fladderen, vliegen:; ὡς δ ’ ὅτε νυκτερίδες... τρίζουσαι ποτέονται zoals wanneer vleermuizen piepend rondfladderen Od. 24.7; ψυχὴ δ ’... ἀποπταμένη πεπότηται de ziel vliegt weg en is gevlogen (d.w.z. verdwenen) Od. 11.222; ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτώμενοι over zee en land vliegend Aeschl. Ag. 576; overdr.. τίπτε μοι... δεῖμα προστατήριον καρδίας... ποτᾶται; waarom vliegt angst die mijn hart bevangt mij aan? Aeschl. Ag. 978; πεποτῆσθαι τὰς φρένας dat zijn geest in hoger sferen is Aristoph. Av. 1445.

Middle Liddell


I. to fly about, Hom.; κεραυνοὶ ποτέοντο Hes.: simply = πέτομαι, to fly, Aesch., Eur.; τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, of vain pursuits, Theocr.:—perf. (with pres. sense), to be upon the wing, Hom.
II. metaph. to hover, Aesch.
2. to be on the wing, be fluttered, Eur., Ar.