εὐαής

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱής Medium diacritics: εὐαής Low diacritics: ευαής Capitals: ΕΥΑΗΣ
Transliteration A: euaḗs Transliteration B: euaēs Transliteration C: evais Beta Code: eu)ah/s

English (LSJ)

ές, (ἄημι) A well ventilated, fresh, airy, χώρῳ ἐν εὐαεῖ Hes.Op. 599 (εὐᾰέϊ codd., Rzach). II Act., of a wind, favourably blowing, fair, opp. δυσαής, Hdt.2.117, E.Hel.1504 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις prob. in E.Fr.773.36 (lyr.): metaph., favourable, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις [with ᾰ] S.Ph.828 (lyr., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1055] ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις Soph. Phil. 817.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱής: -ές, (ἄημι) εὐάερος, δροσερός, χώρῳ ἐν εὐαέϊ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597· νάπη Ποιητ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 445D. II. ἐνεργ., ἐπὶ ἀνέμου, ὁ εὐνοϊκῶς πνέων, οὔριος, ἀντίθετον τῷ δυσαής, Ἡρόδ. 2. 117, Εὐρ. Ἑλ. 1504: -μεταφ., εὐνοϊκός, Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις μετὰ ᾰ, Σοφ. Φιλ. 828.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au souffle favorable.
Étymologie: εὖ, ἄημι.

Greek Monolingual

εὐαής, -ές (Α)
1. ευάερος, δροσερός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος
3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ-αής, υπερ-αής. Το μακρό οφείλεται ή σε λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» ή σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐᾱής: -ές (ἄημι),·
I. ευάερος, φρέσκος, δροσερός, σε Ησίοδ.
II. Ενεργ., λέγεται για άνεμο, αυτός που φυσά ευνοϊκά, αίσιος, ούριος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., ευνοϊκός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾱής:
1) хорошо обвеваемый, открытый для ветров (χώρος Hes.);
2) попутный, благоприятный (πνεύμα Her.; ἀνέμων πνοαί Eur.);
3) перен. тиховейный, навевающий покой, сладостный (ὕπνος Soph.).

Middle Liddell

εὐ-ᾱής, ές ἄημι
I. well ventilated, fresh, airy, Hes.
II. act., of a wind, favourably blowing, fair, Hdt., Eur.: —metaph. favourable, Soph.