κυκλοτερής

From LSJ
Revision as of 13:02, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοτερής Medium diacritics: κυκλοτερής Low diacritics: κυκλοτερής Capitals: ΚΥΚΛΟΤΕΡΗΣ
Transliteration A: kykloterḗs Transliteration B: kykloterēs Transliteration C: kykloteris Beta Code: kukloterh/s

English (LSJ)

ές, (τείρω) A made round by turning (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Hdt.4.36): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th.145, Sc. 208; σφαῖρος Emp.27.4; φῶς Id.45; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; αὐχήν Pl.Smp.190a; κώθων Henioch. 1; οἰκοδόμημα X.HG4.5.6; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael.294a8; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete.362b13; πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7. Adv. κυκλοτερῶς = round and round, in a circle Placit.1.12.3, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [ῡ always, by position.]

German (Pape)

[Seite 1527] ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῦ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοτερής: -ές, (τείρω) κατεσκευασμένος στρογγύλος, (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως καθόλου, κυκλικός, στρογγύλος, κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε τόξον, τὸ ἐτέντωσε τόσον ὥστε νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· ἄλσος πάντοσε κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· οὖρος κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· οἰκοδόμημα Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ ὄγκος τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi au tour;
2 qui s’arrondit : κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s’arrondit ; rond, circulaire en gén.
Étymologie: κύκλος, τείρω.

English (Autenrieth)

ές (τείρω): circular, Od. 17.209; stretch or drawinto a circle,’ Il. 4.124.

Greek Monolingual

-ές (Α κυκλοτερής, -ές)
στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.).
επίρρ...
κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς)
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -τερής (< τείρω «εξαντλώ»].

Greek Monotonic

κυκλοτερής: -ές (τείρω), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, κυκλικός, στρογγυλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλοτερής -ές [κύκλος, τείρω] cirkelvormig, rond:. κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε hij spande de grote boog zodat die rond gebogen stond Il. 4.124; χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα ronde zilveren offerschalen Hdt. 1.51.5; γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου aarde, die als het ware met een passer rond is gemaakt Hdt. 4.36.2.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοτερής:
1) кругом обточенный, шаровидный (ἡ γῆ Her.; ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arst.);
2) круглый (πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.): κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. он согнул в круг, т. е. сильно натянул огромный лук.

Middle Liddell

κυκλο-τερής, ές τείρω
made round by turning (as in a lathe), Hdt.: then, generally, round, circular, Hom., etc.; κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν stretched it into a circle, Il.

English (Woodhouse)

round

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)