σκῶλος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ,= σκόλοψ, A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].
(III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Greek Monotonic
σκῶλος: ὁ, όπως το σκόλοψ, πάσσαλος που έχει αιχμηρή απόληξη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
σκῶλος: ὁ
1) кол Hom.;
2) шип, колючка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῶλος -ου, ὁ [~ σκόλοψ?] puntige paal. uitbr. doorn, stekel.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pointed pole ( Ν 564), thorn, prickle (Ar. a. o.);
Other forms: Also σκῶλον, pl. -α id. (EM, H.), metaph. stumbling block, hindrance, σκάνδαλον with -όομαι be offended (LXX; Aq., Al.).
Compounds: σκωλο-βατίζω to walk on stilts (Epich.), -βάτης kind of weevil (H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can be identcial with Alb. hell piercer, awl, helle (prop. pl.) broach, spear, lance (IE *skōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Beside it the s-less Lith. kuõlas pole; further s. σκάλλω, alo κλάω. Cf. also σκόλοψ.
Middle Liddell
σκῶλος, ὁ,
like σκόλοψ, a pointed stake, Il.
Frisk Etymology German
σκῶλος: {skō̃los}
Forms: Auch σκῶλον, pl. -α ib. (EM, H.), übertr. Anstoß, σκάνδαλον mit -όομαι Anstoß nehmen (LXX; Aq., Al.).
Grammar: m.
Meaning: Spitzpfahl ( Ν 564), Dorn, Stachel (Ar. u. a.);
Composita: σκωλοβατίζω auf Stelzen gehen (Epich.), -βάτης Art Rüsselkäfer (H.).
Etymology: Kann mit alb. hell Pfriem, Ahle, helle (eig. pl.) Bratspieß, Spieß, Lanze uridentisch sein (idg. *sqōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Daneben steht das slose lit. kuõlas Pfahl; des weiteren s. σκάλλω, auch κλάω. Vgl. noch σκόλοψ.
Page 2,745-746