περιοικέω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
(περίοικος) A dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16: abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.
German (Pape)
[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.
English (Strong)
from περί and οἰκέω; to reside around, i.e. be a neighbor: dwell round about.
English (Thayer)
περιοίκῳ; to dwell round about: τινα (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12), to be one's neighbor, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Lysias, Plutarch.)
Greek Monotonic
περιοικέω: μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περιοικέω: жить вокруг (ἀμφοτέρωθεν γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι κύκλῳ Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.
Middle Liddell
fut. ήσω περίοικος
to dwell round a person or place, c. acc., Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:perioikšw 胚里-哀咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-家
字義溯源:周圍居住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(οἰκέω)=居住)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (οἰκέω)出自((οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 周圍居住(1) 路1:65