χρυσωρύχος

From LSJ
Revision as of 12:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωρύχος Medium diacritics: χρυσωρύχος Low diacritics: χρυσωρύχος Capitals: ΧΡΥΣΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: chrysōrýchos Transliteration B: chrysōrychos Transliteration C: chrysorychos Beta Code: xrusw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ον, (ὀρύσσω) A digging for gold, μύρμηκες Str.2.1.9; ἔργα Supp.Epigr.6.166 (Phrygia, iv A. D.): as substantive, gold-miner, Zos.Alch. p.240B.; cf. χρυσώρυφος.

German (Pape)

[Seite 1383] Gold grabend, Goldgräber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξωρύττων χρυσόν, τοὺς χρυσωρύχους μύρμηγκας Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse ou exploite une mine d'or.
Étymologie: χρυσός, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ.

Middle Liddell

χρῡ˘σ-ωρύχος, ον, ὀρύσσω
digging for gold, Strab.