θέατρο

From LSJ
Revision as of 19:49, 29 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

το (AM θέατρον, Α ιων. τ. θέητρον)
1. τόπος ή κτήριο όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα δημοσία θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν θέατρον», Θουκ.)
2. συνεκδ. οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό έργο (α. «όλο το θέατρο χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το θέατρον», Ηροδ.)
νεοελλ.
1. η δραματική τέχνη ή η δραματική λογοτεχνία (ασχολούμαι με το θέατρο»)
2. φρ. α. «γίνομαι θέατρο» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι
β) «παίζω θέατρο» — προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κοροϊδεύω
γ) «θέατρο σκιών» — καραγκιόζης
δ) «κάνω θέατρο» — σπουδάζω τη θεατρική τέχνη ή ασχολούμαι επαγγελματικά με το θέατρο
νεοελλ.-μσν.
τόπος όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται σημαντικά γεγονότα («θέατρο πολέμου»)
μσν.
φρ.
«εις το θέατρο κάποιου» — σε κοινή θέα, για να μπορεί να δει κάποιος κάτι
μσν.-αρχ.
θέαμα, θεατρική παράσταση
αρχ.
1. τόπος όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου («ἡ ἐκκλησία Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)
2. φρ. «εἰσφέρω εἰς το θέατρον» — ανεβάζω έργο στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεώμαι + επίθημα -τρον (πρβλ. θέρε-τρον)]. ΠΑΡ θεατρίζω, θεατρικός, θεατρίνος (μσν) θεατρείον
νεοελλ.
θεατράκι. Συνθ. (Α' συνθετικό) θεατροειδής, θεατρώνης
αρχ.
θεατροκρατία, θεατροκυνηγέσιον, θεατροκυνήγιον, θεατρομανώ, θεατροπώλης, θεατρογκοπία, θεατροτορύνη
νεοελλ.
θεατρομανής, θεατρόφιλος. (Β συνθετικό) αρχ. επιθέατρον
νεοελλ.
αμφιθέατρο, κινηματοθέατρο, κουκλοθέατρο.].

Translations

theatre

Afrikaans: teater; Albanian: teatër; Amharic: ቴያትር; Arabic: مَسْرَح‎; Egyptian Arabic: مسرح‎, تياترو‎; Armenian: թատրոն; Asturian: teatru; Azerbaijani: teatr; Bashkir: театр; Basque: antzerkia; Belarusian: тэатр, тэатар; Bengali: মঞ্চনাটক, থিয়েটার; Bulgarian: театър; Burmese: ကပွဲရုံ, ဇာတ်ရုံ; Catalan: teatre; Chinese Cantonese: 劇場, 剧场; Mandarin: 劇場, 剧场, 劇院, 剧院; Min Nan: 劇場, 剧场; Corsican: teatru; Czech: divadlo; Danish: teater; Dutch: theater; East Central German: Dhejador; Esperanto: teatrejo; Estonian: teater; Faroese: sjónleikarhús; Finnish: teatteri; French: théâtre; Georgian: თეატრი; German: Theater, Schauspielhaus, Theatergebäude, Theaterhaus; Greek: θέατρο; Ancient Greek: θέατρον; Greenlandic: isiginnaartitsisarfik; Haitian Creole: teyat; Hebrew: תֵּאַטְרוֹן‎; Hindi: थिएटर, रंगमंच; Hungarian: színház; Icelandic: leikhús; Indonesian: teater; Irish: amharclann; Istriot: taiatro; Italian: teatro; Japanese: 劇場, シアター; Kalmyk: җөҗг; Kannada: ರಂಗಭೂಮಿ, ರಂಗಮಂಟಪ; Kashubian: téater; Kazakh: театр; Khmer: រោងល្ខោន; Korean: 극장(劇場); Kyrgyz: театр; Lao: ໂຮງລະຄອນ; Latin: theatrum; Latvian: teātris; Limburgish: teater; Lithuanian: teatras, vaidykla; Macedonian: театар; Malagasy: sehatra; Malay: teater; Maltese: teatru; Maori: whare tapere, whare purei; Mongolian Cyrillic: театр; Mongolian: ᠲᠢᠶᠠᠲ᠋ᠷ; Norman: thiâtre, théyâte, théatre; Norwegian Bokmål: teater; Nynorsk: teater; Pashto: تياتر‎, نندارځى‎; Persian: تئاتر‎; Polish: teatr; Portuguese: teatro; Romanian: teatru; Russian: театр; Rusyn: театр; Scottish Gaelic: taigh-cluiche, talla-cluiche; Serbo-Croatian Cyrillic: театар, позориште, ка̀залӣште; Roman: teátar, pozorište, kàzalīšte; Silesian: tyjater; Sinhalese: නාට්‍ය කලාව; Slovak: divadlo; Slovene: gledališče; Sorbian Lower Sorbian: źiwadło; Upper Sorbian: dźiwadło; Spanish: teatro; Swahili: ukumbi, thiata; Swedish: teater; Tagalog: dulaan; Tajik: театр; Tamil: அரங்கு; Tatar: театр; Thai: โรงละคร; Tibetan: ཟློས་གར; Tigrinya: ትያትር; Tocharian B: rānk; Turkish: tiyatro, kökçan; Turkmen: teatr; Ukrainian: театр; Urdu: تھیٹر‎; Uyghur: تىياتىر‎, تىياتىرخانا‎; Uzbek: teatr; Vietnamese: nhà hát; Volapük: teatöp; Walloon: teyåte; Welsh: theatr; Yiddish: טעאַטער‎; Zhuang: heiqciengz, yienh