νάρδος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ,
A spikenard, Nardostachys jatamansi, Thphr. HP 9.7.2, Nic. Th.604, LXX Ca.1.12, Ev.Marc.14.3; νάρδος Ἰνδική Dsc.1.7, etc.; νάρδου στάχυς Gal.12.84, al.; cf. ναρδόσταχυς
2 νάρδος Κελτική = Celtic nard, Valeriana celtica, Dsc.1.8, cf. Plin.HN14.107.
3 νάρδος ὀρεινή or νάρδος ὀρεία = mountain nard, Valeriana Dioscoridis, Dsc.1.9 (cf. Thphr. HP 9.7.4).
4 νάρδος Συριακή = Syrian nard, Cymbopogon iwarancusa, Dsc. 1.7, cf. Plin.HN12.45.
5 νάρδου ῥίζα = ginger grass, Cymbopogon schoenanthus, Arr.An.6.22, cf. 7.20.
6 νάρδος ἀγρία = hazelwort, Asarum europaeum, ἄσαρον, Dsc. 1.10; = φοῦ, ib.11.
II oil of spikenard, PSI6.628.7 (iii B.C.), AP6.250 (Antiphil.), Aret.CD2.2, etc.; νάρδος Βαβυλωνιακή Alex.308. (Semitic word, cf. Bab. lardu.)
German (Pape)
[Seite 229] ἡ, Narde, eine Pflanze, aus deren ährenförmiger Blüthe das wohlriechende Nardenöl bereitet wurde, Diosc.; Nic. Al. 402. – Auch das Nardenöl selbst, νάρδος ὑπὸ γλαυκῆς κλειομένη ὑάλου, Antiphil. 6 (VI, 250).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 nard, sorte de valériane, plante;
2 huile de nard.
Étymologie: DELG emprunt sémit.
Russian (Dvoretsky)
νάρδος: ἡ
1 бот. нард Plut.;
2 нардовое масло NT, Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νάρδος: ἡ, Λατ. nardus, φυτόν τι καλούμενον καὶ νάρδου στάχυς ἢ ναρδόσταχυς (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ ἔλαιον τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).
Spanish
English (Strong)
of foreign origin (compare נֵרְדְּ); "nard": (spike-)nard.
English (Thayer)
νάρδου, ἡ (a Sanskrit word (cf. Fick as in Löw below); Hebrew נֵרְדְּ, nard, the head or spike of a fragrant East Indian plant belonging to the genus Valeriana, which yields a juice of delicious odor which the ancients used (either pure or mixed) in the preparation of a most precious ointment; hence,
b. nard oil or ointment; so Winer, RWB under the word Narde; Rüetschi in Herzog x., p. 203; Furrer in Schenkel, p. 286f; (Löw, Aramäische Pflanzennamen (Leip. 1881), § 316, p. 368f; Royle in Alex.'s Kitto under the word Nerd; Birdwood in the ' Bible Educator' ii. 152).
Greek Monolingual
η (Α νάρδος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη της τάξης ποώδη
αρχ.
1. το αιθέριο έλαιο του φυτού ναρδόσταχυς ο μεγανθής
2. φρ. α) «νάρδος κελτική» — το αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό βαλεριανή η κελτική
β) «νάρδος ὀρεινή» ή «νάρδος ὀρεία» — το φυτό βαλεριανή η φαρμακευτική ή βαλεριανή του Διοσκορίδη
γ) «νάρδος συριακή» — το φυτό κυμβοπώγων ο νάρδος
δ) «νάρδου ῥίζα» — το φυτό κυμβοπώγων ο σχοινανθής
ε) «νάρδος ἡ ἀγρία»
i) το πολυετές φυτό άσαρον
ii) το φυτό φου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nerdә, αραμ. nirda). Ενδεχομένως και οι σημιτικές λ. να είναι, με τη σειρά τους, δάνεια ινδικής προελεύσεως (πρβλ. αρχ. ινδ. nalada «νάρδος»), από όπου κατάγεται το φυτό. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (πρβλ. λατ. nardus, nardum). Αβέβαιη η συγγένεια με το νάρτη, που είναι κι αυτό όνομα αρωματικού φυτού].
ο (Μ νάρδος)
η νάρδος και το αιθέριο έλαιο που παράγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουσ. νάρδος (η) με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
νάρδος: ἡ, Λατ. nardus, το φυτό νάρδος ή ναρδόσταχυς, λάδι από νάρδο, σε Ανθ. (πιθ. ξένη λέξη).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: spikenard, Indian narde, Nardostachys Jatamansi (hell. a. late).
Other forms: νάρδον n. (Thphr. Od. 12, Poll.)
Compounds: Few compp., e.g. ναρδό-σταχυς, -υος m. = νάρδου στάχυς, νάρδος (Dsc., Gal.).
Derivatives: νάρδ-ινος of nard (Antiph., Men., Plb.), -ίτης οἶνος wine spiced with nard (Dsc. in tit.; Redard 98), -ῖτις βοτάνη n. -like plant (Gal.; Redard 74); -ίζω resemble the nard (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semit. (Phoenic.); cf. Hebr. nērd, Aram. nirda, Babyl. lardu. Further connection with Skt. naḍá-'reed, cane' (beside nadá- id.) is quite uncertain and prob. to be abandoned; rather the Semit. words come from Skt. nálada- n. Indian narde (AV), s. Mayrhofer s. naḍáḥ and náladam m. -- Lat. LW [loanword] nardus, -um; s. W.-Hofmann. Beside νάρδος stands νάρτη f. designating aromatic plants (Thphr. HP 9, 7, 3). Fur. 199 suggests that the word are of Anatolian origin (including νάρθηξ).
Middle Liddell
νάρδος, ἡ,
a plant, nard, spikenard, nard-oil, Anth. [Prob. a foreign word.]
Frisk Etymology German
νάρδος: {nárdos}
Forms: (νάρδον n. Thphr. Od. 12, Poll.)
Grammar: f.
Meaning: indische Narde, Nardostachys Jatamansi (hell. u. sp.).
Composita: Einzelne Kompp., z.B. ναρδόσταχυς, -υος m. = νάρδου στάχυς, νάρδος (Dsk., Gal.).
Derivative: Davon νάρδινος aus Narde (Antiph., Men., Plb. u.a.), -ίτης οἶνος ‘Wein mit N. gewürzt’ (Dsk. in tit.; Redard 98), -ῖτις βοτάνη ‘n. -ähnliche Pflanze’ (Gal.; Redard 74); -ίζω der Narde ähneln (Dsk.).
Etymology: Aus dem Semit. (Phönik.); vgl. hebr. nērd, aram. nirda, babyl. lardu. Die weitere Zuruckführung auf aind. naḍá-’Schilf, Rohr’ (neben nadá- ib.) ist höchst unsicher und wahrscheinlich aufzugeben; eher ist mit der Möglichkeit zu rechnen, daß die semit. Wörter aus aind. nálada- n. indische Narde (AV u.a.) stammen, s. Mayrhofer s. naḍáḥ und náladam m. weiterer Lit. — Lat. LW nardus, -um; s. W.-Hofmann m. reicher Lit. Neben νάρδος steht νάρτη f. als Bez. einer aromatischen Pflanze (Thphr. HP 9, 7,3).
Page 2,289
Wikipedia EN
Nardostachys jatamansi is a flowering plant of the valerian family that grows in the Himalayas. It is a source of a type of intensely aromatic amber-colored essential oil, spikenard. The oil has, since ancient times, been used as a perfume, as a traditional medicine, and in religious ceremonies. It is also called spikenard, nard, nardin, or muskroot. It is considered endangered due to overharvesting for folk medicine, overgrazing, loss of habitats, and forest degradation.
Wikipedia ES
Nardostachys jatamansi, llamado popularmente nardo, es una especie de la antigua familia Valerianaceae, ahora incluida en Caprifoliaceae, que crece en los Himalayas de Nepal, así como en la región norte de la India y China.
Chinese
原文音譯:n£rdoj 那而多士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:甘松香 相當於: (נֵרְדְּ)
字義溯源:哪噠,(一種)甘松香,(一種)植物香油。參閱希伯來文(נֵרְדְּ)=哪噠香膏)
出現次數:總共(2);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 哪噠(2) 可14:3; 約12:3
Léxico de magia
ἡ 1 bot. nardo τῶν ζʹ ἀστέρων τοῖς ζʹ ἐπιθύμασιν, ἅ ἐστιν ταῦτα· μαλάβαθρον, στύραξ, νάρδος, κόστος con las siete sustancias de los siete astros, que son: hoja de cinamomo, estoraque, nardo, costo P XIII 353 P XIII 19 2 aceite de nardos εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ καὶ ἐμμάξῃς τὴν ζωγραφίαν τῷ Ἰσιακῷ μέλανι a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas y manches el dibujo con tinta de Isis P VII 230