γενέθλη

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέθλη Medium diacritics: γενέθλη Low diacritics: γενέθλη Capitals: ΓΕΝΕΘΛΗ
Transliteration A: genéthlē Transliteration B: genethlē Transliteration C: genethli Beta Code: gene/qlh

English (LSJ)

Dor. γένεθλθλα, ἡ:
I of persons, race, stock, family, c. gen. pers., Παιήονός εἰσι γενέθλης Od.4.232, cf. 13.130; σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης of thy race by blood, Il.19.111; γενέθλην by birthor origin, ἦν δὲ γ. Ἴκιος Call.Aet.1.1.7; of horses, breed, stock, Il.5.270; θηρῶν γ. h.Hom.27.10; τῶν ἀλιθίων ἀπείρων [ἐστὶ] γενέθλα Simon.5.6.
2 offspring, h.Ap.136, S.El.129 (lyr.), 226 (lyr.), etc.
3 birth, γενέθλας ἀρχά Hymn.Is.36.
II birthplace, ὅθι ἀργύρου ἐστὶ γ. Il.2.857.
2 generation, age, οὔ τι παλαιόν, ἐφ' ἡμετέρῃ δὲ γενέθλῃ Opp.H.5.459.
3 time of birth, ἐκ γενέθλης D.P.1044.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): lesb., dór. γενέθλα Alc.129.7, Simon.37.38, Hymn.Is.36 (Andros)
I 1familia, estirpe, linaje σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης Il.19.111, ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης Od.13.130, Παιήονος ... γ. Od.4.232, cf. Hes.Fr.150.19, 204.7, ὦ φιλία γ. S.Fr.226, ἦν δὲ γενέθλην Ἴκιος Call.Fr.178.7, Ζηνὸς ... γ. Orác. en IGR 4.360.13 (Pérgamo II d.C.), cf. Colluth.250, Orph.A.254, Pamprepius 4.44.
2 raza, casta ἀταρτηροῖο γενέθλης de mala ralea Hes.Th.610, Λαιστρυγονίην ... γενέθλην Hes.Fr.150.26, τῶν ἠλιθίων ... γ. Simon.l.c., del género humano γενέθλας ἀρχά Hymn.Is.l.c., θηρῶν γ. h.Hom.27.10.
3 descendencia, vástagos Διὸς Λητοῦς τε γ. h.Ap.136, cf. S.El.128
de caballos cría τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ... γ. Il.5.270.
II concr.
1 origen, generación ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γ. Il.2.857, ref. a Hera κυδαλίμαν θέον πάντων γενέθλαν diosa gloriosa, origen de todas las cosas Alc.l.c.
2 nacimiento, alumbramiento ἐκ δὲ γενέθλης νηπίαχοι τόξοισι καὶ ἱπποσύνῃσι μέλονται D.P.1044, δυσώδινος γ. AP 6.272 (Pers.).
3 generación ἐφ' ἡμετέρῃ γενέθλῃ en nuestra generación, e.d. en nuestra época Opp.H.5.459.

German (Pape)

[Seite 481] ἡ, gleichbedeutend mit γενεά, welches vgl.; Geschlecht, Abstammung; Hom. Od. 4, 232 ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης; 13, 130 τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξεισι γενέθλης; Iliad. 19, 111 τῶν ἀνδρῶν, οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης, vgl. 105 τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ θ' αἵματος ἐξ ἐμεῦ εἰσίν; von Pferden Iliad. 5. 270 τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ἐνὶ μεγάροισι γενέθλη (v.l. γενέθλης); vom Silber, Iliad. 2. 857 τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη. – Ap. Rh. 2, 521; Soph. El. 219 u. a. D.; Zeitalter, ἐφ' ἡμετέρῃ γενέθλῃ Opp. H. 5, 459; ἐκ γενέθλης, von Geburt an, Dion. Per. 1044.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. race, famille :
1 en gén. τινος εἶναι γενέθλης OD ou ἐκ γενέθλης OD être de la race de qqn ; σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης IL ils sont de ta race par le sang;
2 descendants, postérité;
II. lieu de naissance ou d'origine : ἀργύρου γενέθλη IL lieu d'où l'on tire l'argent, patrie de l'argent.
Étymologie: γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενέθλη -ης, ἡ [~ γένος Dor. γενέθλᾱ -ας
1. geslacht, familie:; ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης ze zijn uit mijn familie Od. 13.130; ras (van paarden); Il. 5.270; nakomeling, nageslacht:. ἀφ’ Ἡρακλέους γ. een nazaat van Herakles Hdt. 7.220.4.
2. geboorte, bevalling:; δυσώδινος γ. pijnlijke bevalling AP 6.272.3; uitbr. herkomst:. ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γ. waar het zilver vandaan komt Il. 2.857; θέον πάντων γενέθλαν godin, de oorsprong van allen Alc. 129.7.

Russian (Dvoretsky)

γενέθλη: дор. γενέθλα
1 род, племя (γενναίων, sc. τοκέων Soph.): (ἐκ) γενέθλης εἶναί τινος Hom. принадлежать к чьему-л. роду;
2 потомок, отпрыск (Διὸς Λητοῦς τε γ. = Ἀπόλλων HH);
3 месторождение (ἀργύρου Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

γενέθλη: Δωρ. –θλα, ἡ: 1) ἐπὶ προσώπων, φυλή, γενεά, οἰκογένεια, μ. γεν. προσ., Παιήονός εἰσι γενέθλης Ὀδ. Δ. 232, πρβλ. Ν. 130· σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης, ἐκ τῆς ἰδικῆς σου γενεᾶς δι’ αἵματος, Ἰλ. Τ. 111· ἐπὶ ἵππων, γενεά, γένος, Ε. 270· θηρῶν γ. Ὕμν. Ὁμ. 27. 10· τῶν ἀλιθίων ἀπείρων [ἐστι] γενέθλα Σιμων. 8. 13. 2) γένος, τέκνα, ἀπόγονοι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 136, Σοφ. Ἡλ. 129, 226, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τόπου ἢ χρόνου, ἀργύρου γ., μεταλλεῖον ἀργύρου, Ἰλ. Β. 857. 2) γενεά, ἡλικία, οὔ τι παλαιόν, ἐφ’ ἡμετέρῃ δὲ γενέθλῃ Ὀππ. Ἁλ. 5. 459. 3) ὁ καιρὸς τῆς γεννήσεως, ἐκ γενέθλης Διον. Π. 1044.

English (Autenrieth)

ης (parallel form of γενεή): race, stock; ἀργύρου, ‘home,’ Il. 2.857.

Greek Monolingual

γενέθλη και γενέθλα, η (Α)
1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια
2. (για άλογα) γένος, ράτσα
3. γόνοι, απόγονοι
4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα
5. ο χρόνος της γέννησης κάποιου, η γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο, με παράλληλο τ. γένεθλον].

Greek Monotonic

γενέθλη: Δωρ. -θλα, ἡ,
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, φυλή, γενιά, οικογένεια, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, ράτσα, γενιά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόγονος, τέκνο, γένος, σε Σοφ.
II. λέγεται για το χώρο και το χρόνο σε σχέση με τη γέννηση, ο χώρος ή η χρονική στιγμή της γέννησης· μεταφ., ἀργύρου γενέθλη, μεταλλείο αργύρου.

Middle Liddell


I. of persons, race, tock, family, Hom.; of horses, a breed, stock, Il.
2. race, offspring, Soph.
II. of place or time, birth-place: metaph., ἀργύρου γ. a silver- mine, Il.