ἐποικτίζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
compassionate, c. acc., S.OT1296:—Med., bewail, lament, J.BJ1.27.3.
German (Pape)
[Seite 1007] zum Mitleid bewegen, Soph. O. R. 1296; – ἐποικτιστός, beklagenswerth, γέμος, Aesch. Ag. 1221.
French (Bailly abrégé)
déplorer, plaindre.
Étymologie: ἐπί, οἰκτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποικτίζω: возбуждать жалость, трогать: θέαμα τοιοῦτον, οἷον καὶ στυγοῦντα ἐποικτίσαι Soph. такое зрелище, которое разжалобит и врага.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικτίζω: οἰκτίρω, μετ᾿ αἰτιατ., θέαμα δ᾿ εἰσόψει τάχα τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.
Greek Monolingual
ἐποικτίζω (Α) έποικτος
1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον
2. μέσ. ἐποικτίζομαι
θρηνώ, οδύρομαι.
Greek Monotonic
ἐποικτίζω: μέλ. -σω, συμπονώ, με αιτ., σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. σω
to compassionate, c. acc., Soph.