κλειδοῦχος
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
Attic κλῃδοῦχος, ον, (< ἔχω) holding the keys; hence, having charge of or having custody of a place, Ἔρωτα τᾶς Ἀφροδίτας θαλάμων κλῃδοῦχον E. Hipp. 540 (lyr.); Ἰώ, κ. Ἥρας her priestess, A. Supp. 291, cf. Phoronis 4, E. IT 131 (lyr.), IG2². 974.23, 3.172.7; κ. Διός E. Hyps. Fr. 3(1) iv 28; of Pallas, tutelary goddess, Ar. Th. 1142 (lyr.); τῶν συνδέσμων ἑκάστου κ. Μοῖρα protectress of…, Plu. 2.591b; of Aeacus, IG 14.1746; κ. νεκύων πύλαι AP 7.391 (Bass.); of Hecate, Orph. Fr. 316. of the numbers 4 and 10, believed by the Pythag. to be the keys of the order of nature, Theol.Ar. 22, 60; wrongly called κλαδοῦχοι (fr. κλάδος), through misunderstanding of Doric κλᾳδοῦχος, Lyd. Mens. 1.15 (v.l. κλειδ-), EM 253.50.
German (Pape)
[Seite 1447] Schlüssel haltend, führend, νεκύων Bass. 10 (VII, 391), vgl. Ep. ad. 693 u. unten κλῃδοῦχος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui a les clefs, porte-clefs, d'où
1 gardien : θαλάμων EUR d'une chambre;
2 gardien d'un temple ou gardienne d'un temple ; prêtre, prêtresse.
Étymologie: κλείς, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῃδοῦχος -ου, ὁ en ἡ [κλείς, ἔχω] tempelbewaarder, priester, priesteres.
Russian (Dvoretsky)
κλῃδοῦχος: и κλειδοῦχος ὁ и ἡ
1 хранитель ключей, страж (τᾶς Ἀφροδίτας θαλάμων Eur.);
2 жрец (Ἣρας Aesch.);
3 хранитель, защитник: (Παλλάς), ἥ πόλιν ἡμετέραν ἔχει κ. τε καλεῖται Arph. Паллада, которая владеет нашим городом и зовется хранительницей (его).
Léxico de magia
-ον que guarda las llaves de Perséfone κλειδοῦχε Περσέφασσα, Ταρτάρου Κόρη Perséfone, que guardas las llaves, Core del Tártaro P IV 1403 de Anubis θᾶττον ἄνοιξον, κλειδοῦχέ τε Ἄνουβι φύλαξ abre rápido, tú que guardas las llaves, guardián Anubis P IV 1466
Greek Monolingual
-ο (AM κλειδοῦχος, -ον, Α αττ. τ. κληδοῦχος, -ον, δωρ. τ. κλᾳδοῦχος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος
1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας
2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα... τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων θαλάμων κληδοῦχον», Ευρ.)
3. φρ. «ο κλειδούχος του Παραδείσου» ή «ο κλειδούχος τών ουρανών» — προσωνυμία του αγίου Πέτρου
νεοελλ.
σιδηροδρομικός υπάλληλος εντεταλμένος με τον χειρισμό τών κλειδιών τών σιδηροτροχιών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει τη γενική επιστασία, επόπτης
Greek (Liddell-Scott)
κλειδοῦχος: Ἀττ. κλῃδ-, ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τὰς κλεῖς, ἑπομένως ἔχων τὴν φροντίδα ἢ φυλάσσων τόπον τινά, Ἔρωτα... τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων θαλάμων κλῃδοῦχον Εὐρ. Ἱππ. 541· Ἰώ, κλ. Ἥρας, ἱέρεια αὐτῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 291, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 132, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 822. 7· περὶ τῆς Παλλάδος ὡς προστάτιδος θεᾶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1142· τῶν συνδέσμων ἑκάστου κλειδ. Μοῖρα, προστάτις..., Πλούτ. 2. 591Β· ἐπὶ τοῦ Αἰακοῦ ὡς κριτοῦ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 236· οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, Ἐκκλ.· ὡσαύτως, κλειδοῦχοι νεκύων πύλαι Ἀνθ. Π. 7, 391. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀριθμῶν 4 καὶ 10, οἵτινες παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις ἐπιστεύοντο ὡς αἱ κλεῖδες τῆς τάξεως τοῦ Παντός, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 22, 60· ― ὁ Ἰω. Λυδ. ἐν Ἐκλ. 15, καὶ Ε. Μ. 253. 50, καλοῦσι τοὺς ἀριθμοὺς τούτους κλαδούχους, ὡς εἰ οἱ λοιποὶ ἀριθμοὶ διεκλαδίζοντο ἐξ αὐτῶν ὡς ἐκ στελέχους, ἀναμφιβόλως ἐκ πλάνης προελθούσης ἐκ τοῦ Δωρ. τύπου κλᾳδοῦχος.
Greek Monotonic
κλειδοῦχος: Αττ. κλῃδ-, -ον (κλείς, ἔχω), αυτός που κρατά κλειδιά, έχει την ευθύνη, είμαι επικεφαλής κάποιου μέρους, σε Ευρ.· λέγεται για τον Αιακό, ως κριτή των νεκρών, σε Ανθ.
Spanish
Middle Liddell
κλείς, ἔχω]
holding the keys, having charge of a place, Eur.; of Aeacus, as judge of the dead, Anth.
Mantoulidis Etymological
Άπό τό κλείς (τοῦ κλείω) + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἔχω καί κλείω.
Translations
keyholder
Greek: κλειδούχος; Ancient Greek: κλειδοῦχος, κληδοῦχος, κλῃδοῦχος, κλᾳδοῦχος; Macedonian: клучар; Polish: klucznik, klucznica; Portuguese: chaveiro, chaveira; Spanish: llavero, llavera
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse