μανός
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
[v. fin.], ή, όν, of consistency,
A loose or open in texture, rare, opp. πυκνός, Emp.75.1, Hp.VM22, etc.; μ. ὀστοῦν, σάρκες, Pl.Ti.75c, 79c; τὰ μ. καὶ κοῦφα, opp. πυκνὰ καὶ βαρέα, ib.53a; of the tongue, σὰρξ μ. καὶ σομφή Arist.HA492b33; of the female breasts, ib.493a14; of the lungs, μ. καὶ πολύτρητος ὁ πνεύμων Aret.SD1.10.
II rare, sparse, infrequent, of hare-tracks, X.Cyn.5.4 (Sup.); of pleasures and pains, Pl.Lg.734c (Comp.); of hair, Arist.HA498b25; of plants, growing far apart, Thphr.HP1.8.2; but of trees or plants, spreading, ib.3.11.5, al.
2 happening rarely or happening at intervals, in Adv. μανῶς, τοσούτῳ μανότερον = so much the less often, X.Cyr.7.5.6; τῇ ἀναπνοῇ χρῆται μανότερον Arist.Resp.475b25, cf. Thphr.Sign.32.—Att. for ἀραιός, acc. to Phryn.PSp.89B. [ᾰ Telecl.61, cf. Hdn.Gr.2.13, and v. μανόστημος: ᾱ Emp.l.c. (prob. only Ion. in spite of Phryn. l.c.): Comp. μανότερος Pl.l.c., Arist.Ph.217a6, GA782a34 (later μανώτερος Gal.18(1).83): Sup. μανότατος X.l.c.] (Perh. for μᾰνϝός, cf. μάνυ, OIr. menb 'small'.)
German (Pape)
[Seite 93] dünn, locker, lose, auch = einzeln, spärlich; σῶμα, ὀστοῦν, Plat. Tim. 78 d 75 c; διὰ μανῶν τῶν σαρκῶν, 79 c, weiches, lockeres Fleisch, wie Sp. Vom Pulse, langsam, selten, in langen Zwischenräumen schlagend, Med.; μαλακὸν καὶ μανὸν σπέρμα vrbdt Theophr., der es auch dem πυκνός gegenüberstellt, wie Xen. Cyn. 6, 15, ἴχνη πυκνά, μανά; vgl. Arist. gen. an. 5, 3. – Die Länge des α bei den Attikern bemerkt Phryn. in B. A. 51; dah. ist bei Plat. Legg. V, 734 c, wie Xen. Cyr. 7, 5, 6, μανότερον zu schreiben, wie die Spuren des Hafen Cyn. 5, 4 ἴχνη μανότατα heißen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rare, clairsemé;
Cp. μανότερος, Sp. μανότατος.
Étymologie: DELG arm. manr, manu « petit, mince », skr. manak « un peu ».
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μανός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μανός
η χαλαρή θηλειά ενός αραιά πλεγμένου διχτιού
νεοελλ.-μσν.
αδρανής, οκνηρός, νωθρός
μσν.
διανοητικά ασθενής
μσν.-αρχ.
απαλός, μαλακός, χαλαρός ως προς τη σύσταση («ὁ δὲ μαστὸς μανός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. λεπτός, ισχνός
2. σπάνιος, αραιός («κάτωθεν τοῦ βλεφάρου ἐνίοις μαναὶ τρίχες πεφύκασιν», Αριστοτ.)
3. πορώδης, μη συμπαγής, σπογγώδης («μανὸς ὁ πνεύμων», Αρετ.)
4. (για φυτά) α) φυτεμένος αραιά
β) εξαπλωμένος σε μεγάλη έκταση.
επίρρ...
μανῶς (Α)
αραιά, σπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μανός < μανFός (πρβλ. μάνυ και μάνυζα) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα mn- της ΙΕ ρίζας men-wo «μικρός, μικραίνω» (πρβλ. μόνος) και συνδέεται με αρμ. manr «μικρός, αδύνατος» και manuk «παιδί, δούλος», αρχ. ινδ. manāk «λίγο», λιθουαν. menkas «βραχύς», αρχ. ιρλδ. menb «μικρός» κ.ά. Η σύνδεση του τ. μανός με τον τ. βάναυσος και τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος μαναύεται δεν φαίνεται πειστική].
Greek Monotonic
μανός: -ή, -όν, Λατ. rarus·
I. αυτός που έχει χαλαρή ύφανση, πορώδης, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. λιγοστός, πενιχρός, σπάνιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -νῶς, τοσούτῳ μανότερον, τόσο το λιγότερο συχνό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μᾱνός:
1 редкий, нечастый, широко расставленный (ἴχνη Xen.);
2 неплотный, рыхлый, пористый (σῶμα, ὀστοῦν Plat.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: thin, loose, open in texture, rare (IA., Emp. 75, 1, μανός (Telecl. 61); βανόν s. below.
Compounds: Compp., e.g. μανό-στημος with loose chain, thin, fine (A. Fr. 297 = 688 Mette).
Derivatives: μανότης thinness, rareness (Pl., Arist., Thphr.), μανία id. (An. Ox.); μανώδης thin (Arist.); μανάκις rare (Pl. Com., H.: πολλάκις); μανόω loosen (Thphr.) with μάνωσις (Arist.). - With dissimilation (?) βανόν λεπτόν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Beside Ion. μανός, Att. μανός from *μανϜός stands μάνυ μικρόν (cod. πικρόν). Ἀθαμᾶνες H.; on u: uo Chantraine Form. 122, Schwyzer 472. The u-stem can be seen in Arm. manr, gen. manu small, thin, fine, manu-k child, boy, servant; but on μάνυ-ζα s.v. After Brugmann RhM 62, 634f. here also μαναύεται παρέλκεται H. (prop. isolates himself? but the -αυ- remains unexplained); rejected by Hahn Lang. 18, 88) and, quite uncertain, βάναυσος (s. v.). Albanian combination by Mann Lang. 17,21: to mêj, aor. mêna (< *mn̥i̯ō) I lessen, cease, stop. S. also Mezger Word 2, 237. Others further connect Skt. manák a lttle, Lith. meñkas short, Hitt. maninku- close, all of unclear formation. Still OIr. menb < *menu̯o- (Benveniste, BSL 50, 1954, 41). μανυ- from *mn̥h₂-u-? (cf. μανώδης, μαν-άκις) which conflicts with the etymology of menb. Cf. Pok. 728? Here perhaps μόνος. For Pre-Greek, Fur. 221 on good grounds.
See also: -- Weiteres s. μόνος.
Middle Liddell
μανός, ή, όν
I. Lat. rarus, loose in texture, porous, Plat., etc.
II. few, scanty, Xen., etc.:—adv. -νῶς, τοσούτῳ μανότερον so much the less often, Xen.
Frisk Etymology German
μανός: (Emp. 75, 1),
{mānós}
Forms: μανός (Telekl. 61)
Meaning: dünn, locker, spärlich, selten (ion. att.).
Composita: Kompp., z.B. μανόστημος mit lockerer Kette, dünn, fein (A. Fr. 297 = 688 Mette).
Derivative: Davon μανότης Dünnheit, Seltenheit (Pl., Arist., Thphr.), μανία ib. (An. Ox.); μανώδης dünn (Arist.); μανάκις selten (Pl. Kom., H.: πολλάκις); μανόω lockern (Thphr. u.a.) mit μάνωσις (Arist. u. a.). — Durch Dissimilation βανόν· λεπτόν H.
Etymology: Neben ion. μανός, att. μανός aus *μανϝός steht μάνυ· μικρόν (cod. πικρόν). Ἀθαμᾶνες H.; zu u: ŭo Chantraine Form. 122, Schwyzer 472. Der u-Stamm ist noch in arm. manr, Gen. manu klein, dünn, fein, manu-k Kind, Knabe, Diener ebenso wie in μάνυζα· μονοκέφαλον σκόροδον H. (vgl. κόνυ-, μώλυζα) zu belegen. Nach Brugmann RhM 62, 634f. hierher auch μαναύεται· παρέλκεται H. (eig. isoliert sich?; ablehnend Hahn Lang. 18, 88) und, ganz unsicher, βάναυσος (s. d.). Albanische Kombination bei Mann Lang. 17,21: zu mêj, Aor. mêna (< *mn̥i̯ō) I lessen, cease, stop. Zur ganzen Gruppe noch Mezger Word 2, 237. — Weiteres s. μόνος.
Page 2,171-172