ἀπευκτός
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἀπευκτή, ἀπευκτόν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—to be deprecated, deplorable, detestable, execrable, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
execrable πήματα A.A.638, ἀνήρ A.Supp.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c, σύνοδος Hld.7.25.6
•subst. τὰ ἀπευκτά Pl.Ep.353e, Luc.Laps.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
détestable, odieux.
Étymologie: ἀπεύχομαι.
German (Pape)
ή, όν, und ἄπευκτος, ον, verwünscht, verabscheuenswert, ἀνήρ Aesch. Suppl. 770; πήματα Ag. 624; Prosa, Plat. Legg. I.628c; Luc. Pseudol. 12; Hel. 7.25.
Russian (Dvoretsky)
ἀπευκτός: проклятый, ненавистный, ужасный Aesch., Plat., Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευκτός: -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 (ἀπεύχομαι): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, ἐπάρατος, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.
Greek Monolingual
ἀπευκτός, -ή, -όν (Α) απεύχομαι
ο απευκταίος.
Greek Monotonic
ἀπευκτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απεύχεται, αποτρόπαιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to be deprecated, abominable, Aesch.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний