δάσκιος

From LSJ
Revision as of 09:32, 20 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσκῐος Medium diacritics: δάσκιος Low diacritics: δάσκιος Capitals: ΔΑΣΚΙΟΣ
Transliteration A: dáskios Transliteration B: daskios Transliteration C: daskios Beta Code: da/skios

English (LSJ)

δάσκιον, (δα-, δκιά) thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.

Spanish (DGE)

-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.).
• Diccionario Micénico: da-zo (?).
• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.

German (Pape)

[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσκιος -ον [δα-, σκιά] schaduwrijk:; δάσκιος ὕλη een schaduwrijk bos Od. 5.470; overdr.:; δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι donker en duister strekken de wegen van zijn geest zich uit Aeschl. Suppl. 94; bosrijk:; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι in de bosrijke bergen Eur. Ba. 218; overdr.: δάσκιος γενειάς een weelderige baard Aeschl. Pers. 316.

Russian (Dvoretsky)

δάσκιος:
1 весьма тенистый, густо поросший (ὄρη Eur., Arph.);
2 очень густой (ὕλη Hom.; γενειάς Aesch., Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.

English (Autenrieth)

(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.

English (Slater)

δάσκιος
1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.

Greek Monolingual

δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιάδάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.

Greek Monotonic

δάσκιος: -ον (δα-, σκιά), αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός, θαμνώδης, πυκνός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη γενειάδα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

[δα-, σκιά
thick-shaded, bushy, Od., Eur.; of a beard, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

shady, thick, of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

shady

Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: shady, umbrageous; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: ombragé; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: schattig; Greek: σκιερός, σκιώδης; Ancient Greek: δάσκιος, ἐπηλύγαιος, ἐπίσκιος, κατάσκιος, σκιαδηφόρος, σκιαδοφόρος, σκιακός, σκιερός, σκιόεις, σκιώδης, σκοιός, σύσκιος, ὑπόσκιος; Irish: foscúil, scáthach; Italian: ombroso, ombreggiato; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: opacus; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگه‌لو; Portuguese: sombroso, umbroso; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: umbroso; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm