ἐπικρύπτω
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
poet. aor. 2 ἐπέκρῠφον Q.S.7.235 (v.l.ἀπ-):—throw a cloak over, conceal, χεῖρας φονίας A.Eu.317 (lyr.); τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Pl.Cra.421b; f.l.for ἔπη κρύπτειν, E.Supp.296:—freq. in Med., disguise, κἀπικρύψασθαι κακά S.Fr.88.12 (v.l.); τὰς αὑτοῦ τύχας.. τοὐπικρύπτεσθαι σοφόν E.Fr.553; ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.La.196b, cf. Prt.346b; τἀληθῆ D.17.17: abs., ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, X.An.1.1.6; ἐπικρύπτεσθαί τι τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων D. 61.45; πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.Per.4; ἐ. τινά τι conceal a thing from one, Plb.3.75.1; also ἐ. τινὰ ὡς.. Pl.Tht.180d; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Id.R.476e; disguise, conceal one's purpose, τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι Th.8.92; ἐσθῆτι θεράποντος Plu.Caes.38:—Pass., to be concealed, Arist.Pol.1278a39.
German (Pape)
[Seite 954] verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προσγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Gegensatz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσθαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤθροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληθῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσθῆτι Caes. 38.
French (Bailly abrégé)
cacher, dissimuler, acc.;
Moy. ἐπικρύπτομαι;
1 tr. cacher, dissimuler : τι qch;
2 intr. se déguiser, se dissimuler : ὀνόματι THC, ἐσθῆτι PLUT sous un faux nom, sous un vêtement.
Étymologie: ἐπί, κρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρύπτω: (aor. 2 ἐπέκρῠφον) (чаще med.)
1 скрывать, прикрывать, прятать (χεῖρας Aesch.; τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat.; med., τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat.; τἀληθῆ Dem.; τὴν παρασκευήν Plut.): ἐπικρύπτεσθαί τί τινι Dem. или τι εἴς τι Plut. скрывать что-л. посредством чего-л.; ἐπικρύπτεσθαί τινά τι Plat., Polyb. скрывать что-л. от кого-л.; ἐπικρυπτόμενος Xen. держа в тайне, секретно; ἐπικεκρυμμένος Arst. хранимый в тайне;
2 med. закрываться, прикрываться (ἐσθῆτι Plut.);
3 med. скрываться, прятаться: ἐ. τῷ ὀνόματί τινος Thuc. скрываться под чьим-л. именем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρύπτω: μέλ. -κρύψω: ἀόρ. β΄ ἐπέκρῠφον. Ἐπικαλύπτω, κρύπτω, ὅστις δ’ ἀλιτών... χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει Αἰσχύλ. Εὐμ. 317˙ τὴν βούλησιν Πλάτ. Κρατ. 421Β (ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 296, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ: ἔπη κρύπτειν)˙ ― συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, σκεπάζω τι, δὲν καθιστῶ αὐτὸ φανερὸν εἰς ἄλλους, πάρεστιν αὐτῷ κἀπικρύψασθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἐν τέλει˙ τὰς αὐτοῦ τύχας... τοὐπικρύπτεσθαι σοφὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 557˙ ἐπ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Πλάτ. Λάχ. 196Β, πρβλ. Πρωτ. 346Β ὅ τι οὐχ ὑγιαίνει ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 476Ε˙ τἀληθῆ Δημ. 216. 16˙ ἀπολ., ἐπικρυπτόμενος, μὴ φανερῶν ἑαυτόν, μετὰ μυστικότητος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6˙ τὰ δὲ λοιπὰ τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων ἔργων ἐπικρυψάμενον Δημ 1415. 3˙ ὡσαύτως, τι εἴς τι Πλουτ. Περικλ. 4: ― ἐπικρύπτεσθαί τινά τι, ἀποκρύπτειν τι ἀπό τινος, φυλάττειν αὐτὸ μυστικόν, Πολύβ. 3. 75, 1˙ ὡσαύτως, ἐπ. τινα ὡς... Πλάτ. Θεαίτ. 180D: ― ἀποκρύπτω τὸν σκοπόν μου, ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ὀνόματι, «ὅσοις ἦν βουλομένοις δημοκρατεῖσθαι τὴν πόλιν, οὗτοι δὴ μόνως προσηγόρευον τὴν κατάστασιν ἣν ἐβούλοντο γενέσθαι, φοβούμενοι τὸ ὄνομα, ἀλλ’ ὑπαλλάττοντες πεντακισχιλίους ἐκάλουν» (Σχολ.), Θουκ. 8. 92˙ μεταμφιάζω ἐμαυτόν, ἐσθῆτι θεράποντος ἐπικρυψάμενος Πλουτ, Καῖσ. 38˙ ἐπικρυπτομένων τοὺς πολλούς, παραπλανώντων, ἐξαπατώντων, Πλάτ. Θεαίτ. 180C. ― Παθ., κρύπτομαι, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 9.
Greek Monolingual
ἐπικρύπτω (Α)
1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.)
2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπικρύπτω: μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἐπέκρῠφον· συγκαλύπτω, κρύβω, σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., κρύβω, αποκρύπτω, στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, κρύβω το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· ἐπικρυπτόμενος, με μυστικότητα ή εχεμύθεια, κρυφά, μυστικά, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ψω aor2 ἐπέκρῠφον
to throw a cloak over, conceal, Aesch., Plat.:—Mid. to disguise, Plat., Dem.:— to disguise oneself, conceal one's purpose, Thuc., Plut.; ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, Xen.