πρόρρησις
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
προρρήσεως, ἡ,
A prediction, prognosis, Hp.Prog.15(pl.), D.S.12.36, Plot.3.1.2, AP11.382.21 (Agath.).
II previous instruction or warning, Th.1.49.
2 proclamation, ἐκ προρρήσεως πολεμεῖν D.9.13; αἱ προρρήσεις = public notices, as in case of trials for murder, Antipho 5.88,6.6, Pl.Lg.873b; τὴν πρόρρησιν προαγορεύων ib.871c.
III Rhet., introductory statement, Arist. Rh.Al.1438b11 (pl.); comment given beforehand, opp. ἐπίρρησις, Phld. Rh.1.31S.
French (Bailly abrégé)
προρρήσεως (ἡ) :
1 instructions préliminaires;
2 proclamation, déclaration publique ; t. de droit att. interdiction à un accusé de participer aux sacrifices.
Étymologie: *προέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόρρησις, προρρήσεως, ἡ [* προείρω] prognose. Hp. bevel; Thuc. 1.49.4; afkondiging:. ἐκ προρρήσεως πολεμήσειν na oorlogsverklaring Dem. 9.13.
German (Pape)
ἡ, das Vorhersagen, Agath. 69 (XI.382); – der vorher ausgesprochene Befehl, Thuc. 1.49; τὴν πρόρρησιν προαγορεύων, Plat. Legg. IX.871c, vgl. X.888a; ἐκ προρρήσεως πολεμεῖν τινι, Dem. 9.13.
Bei Antiph. 5.88 stehen αἱ διωμοσίαι καὶ τὰ τόμια καὶ αἱ προρρήσεις καὶ τἄλλ' ὁπόσα γίγνεται τῶν δικῶν ἕνεκα τοῦ φόνου neben einander, womit Luc. sacrif. 12 zu vergleichen; θέμενοι δὲ βωμοὺς καὶ προρρήσεις καὶ περιρραντήρια προσάγουσι τὰς θυσίας, was nach Antiph. 6.34, προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, auf den die Unreinen, Mordbefleckten von der Teilnahme an den Opfern ausschließenden Spruch zu gehen scheint, wie Luc. a.a.O. 13 folgen läßt τὸ πρόγραμμά φησι, μὴ παριέναι εἴσω τῶν περιρραντηρίων, ὅστις μὴ καθαρός ἐστι τὰς χεῖρας.
Russian (Dvoretsky)
πρόρρησις: προρρήσεως ἡ
1 предсказание, прорицание Diod., Anth.;
2 предварительное уведомление, предупреждение, объявление (ἐκ προρρήσεως πολεμεῖν τινι Dem.): τὴν πρόρρησιν προαγορεύειν Plat. заранее уведомлять;
3 запрещение участия в жертвоприношениях Luc.
Greek Monotonic
πρόρρησις: ἡ,
I. προμήνυμα, πρόβλεψη, προηγούμενη διδαχή ή προειδοποίηση, σε Θουκ.
II. δημόσια ανακοίνωση, προκήρυξη, πολεμεῖν ἐκ προρρήσεως, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόρρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προειπεῖν τι, προφητεία, Ἱππ. Προγν. 42, Ἀνθ. Π. 11. 382, Διοδ. 12. 361· πρβλ. προρρητικός. ΙΙ. προτέρα ὁδηγία, προηγουμένη συμβουλή, τὸ προλέγειν τινὶ συμβουλευτικῶς, Θουκ. 1. 49. 2) προκήρυξις, πολεμεῖν ἐκ προρρήσεως Δημ. 114. 2· αἱ προρρήσεις, αἱ δημοσίᾳ γινόμεναι δηλοποιήσεις ἢ προκηρύξεις οἷον ἐν περιπτώσει δίκης περὶ φόνου, Ἀντιφῶν. 139. 42., 141. 43, Πλάτ. Νόμ. 871C, 873Α, κτλ.· ἴδε προαγορεύω ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, προεισαγωγικὸς ἰσχυρισμός, Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 31. 9.
Middle Liddell
πρόρ-ρησις, προρρήσεως,
I. a foretelling, prediction, a previous instruction or warning, Thuc.
II. public notice, a proclamation, πολεμεῖν ἐκ προρρήσεως Dem.
English (Woodhouse)
instructions, orders, public command, public notice, public warning
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρό + ῥῆσις τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
mandatum, order, command, 1.49.4.
Translations
prediction
Arabic: تَنَبُّؤ; Armenian: գուշակություն, կանխատեսում; Belarusian: прадказанне, прагноз; Bengali: ভবিষ্যদ্বাণী; Bulgarian: предсказание, предвиждане; Catalan: predicció; Chinese Mandarin: 預言/预言, 預估/预估, 預測/预测; Czech: předpověď; Danish: forudsigelse; Dutch: voorspelling; Esperanto: prognozo; Estonian: ennustus; Finnish: ennustus, ennuste, prognoosi; French: prédiction; Georgian: წინასწარმეტყველება; German: Voraussage, Vorhersage, Prophezeiung; Greek: πρόβλεψη, πρόγνωση; Ancient Greek: προαγόρευσις, πρόγνωσις, προμάντευμα, προμήνυσις, πρόρρησις; Hebrew: תַּחֲזִית; Hindi: प्रागुक्ति, भविष्यवाणी; Hungarian: jóslat; Indonesian: prediksi; Irish: réamhaisnéis, tairngreacht; Italian: predizione, previsione; Japanese: 予言, 予測; Kazakh: сәуегейлік; Korean: 예언(豫言), 예측(豫測); Latin: praedictum, vaticinium, fatum; Macedonian: предвидување; Malay: ramalan; Malayalam: പ്രവചനം; Norman: prédiction; Norwegian Bokmål: spådom; Nynorsk: spådom; Pashto: مخوېينه; Persian: پیشگویی; Polish: przepowiednia, prognoza, przewidywanie; Portuguese: predição, previsão; Romanian: predicție, previziune, prevestire; Russian: предсказание, прогноз, предвидение; Serbo-Croatian Cyrillic: предсказање; Roman: predskazanje; Slovak: predpoveď; Slovene: napoved; Spanish: predicción; Swahili: utabiri; Swedish: förutsägelse, förutsago, spådom, prognos, prediktion; Tagalog: hulaysay; Tajik: пешгӯӣ; Ukrainian: передбачення, прогноз; Uzbek: bashorat