ἀποκρίνω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
[ῑ], fut. -κρῐνῶ,
A set apart, prob. in Alc.Supp. 5.7, Pherecr.23, Ael.VH12.8; χωρὶς ἀ. Pl.Plt.302c, al.:—Pass., to be parted or separated, ἀποκρινθέντε parted from the throng (of two πρόμαχοι), Il.5.12 (nowhere else in Hom.); πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Archil.89.3; of the elements in cosmogony, Emp.9.4, Anaxag. 2, Democr.167; ἀπεκρίθη . . τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικόν Hdt.1.60; χωρίς θηρίων ἡ δίαιτα ἀποκέκριται Id.2.36; ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν ὄνομα to be separated and brought under one name, Th.1.3; οὐ βεβαίως ἀπεκρίθησαν, of combatants, separated without decisive result, Id.4.72. 2 Medic. in Pass., to be distinctly formed, Hp.Prog.23; of the embryo, Arist.HA561a17; τὰ ἐν τῷ σώματι -όμενα bodily secretions, Hp.VM14; τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀ. Id.Vict.4.89; but ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη all illnesses determined or ended in this alone, Th.2.49; also ᾗ τὰ περιττώματα ἀποκρίνεται are voided, Arist.PA665b24, cf. GA773b35. 3 mark by a distinctive form, distinguish, πρύμνην Hdt.1.194; νόσημά τι ἀποκεκριμένον specific, Pl.R.407d, cf. Arist. Mete.369b29. II choose, ἕνα ὑμῶν ἀ. ἐξαίρετον Hdt.6.130; ἀ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, choose from .., Hdt.3.17,25; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν having set apart, i.e. decreed, one of two, S.OT640. 2 exclude, πλήθει τῶν ψήφων Pl.Lg.946a. III reject on examination, κρίνειν καὶ ἀ. ib.751d; ἐγκρίνειν καὶ ἀ. ib.936a; ἀ. τινὰ τῆς νίκης decide that one has lost the victory, decide it against one, Arist.Pol.1315b18:—Med., Pl.Lg.966d. IV Med., ἀποκρίνομαι, fut. -κρῐνοῦμαι, etc.: Pl. uses pf. and plpf. Pass. in med. sense, Prt.358a, Grg.463c, etc., but also in pass. sense (v. infr.):—give answer to, reply to question, dub.1. in Hdt.5.49, 8.101 (elsewh. ὑποκρ-), cf. E.Ba.1271, IA1354; ἀ. τινί Ar.Nu.1245, etc.: metaph., ἀ. τοῖς πράγμασιν ὡς ἐπὶ τῶν ἐρωτημάτων Arr.Epict.2.16.2; ἀ. πρός τινα, πρὸς τὸ ἐρωτώμενον, to a questioner or question, Th.5.42, Pl.Prt.338d; ἀ. εἰ . . Ar. V.964; ἀ. ὅτι . . Th.1.90: c. acc., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν to answer the question, Id.3.61, cf. Pl.Cri.49a, Hp.Ma.287b, Arist.Metaph. 1007a9: c. acc. cogn., ἀ. οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17; οὐδὲν ξυμβατικόν Th.8.71; ἀ. ἀπόκρισιν Pl.Lg.658c:—Pass., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω let this be my answer, Id.Tht.187b; καλῶς ἄν σοι ἀπεκέκριτο your answer would have been sufficient, Id.Grg.453d, cf.Men.75c,Euthd.299d. 2 answer charges, defend oneself, Ar.Ach.632; ὁ ἀποκρινόμενος the defendant, Antipho 6.18, cf. 2.4.3; ἀπεκρινάμην freq. in legal documents, PHib.1.31.24 (iii B. C.), etc. 3 aor. Pass. ἀπεκρίθη, = ἀπεκρίνατο, he answered, condemned by Phryn.86, is unknown in earlier Att., exc. in Pherecr.51, Pl.Alc.2.149b; but occurs in Machoap.Ath.8.349d, UPZ6.30 (ii B. C.), SIG674.61 (Narthacium, ii B. C.), IG4.679 (Hermione, ii B. C.), Plb.4.30.7, etc.; once in J., AJ9.3.1, twice in Luc., Sol.5, Demon.26; regular in LXX (but sts. ἀπεκρινάμην in solemn language, as 3 Ki.2.1) and prevails in NT esp. in the phrase ἀποκριθεὶς εἶπεν Ev.Matt.3.15; ἀ. λέγει Ev.Marc.8.20, al., cf. X.An. 2.1.22 codd.: fut. ἀποκριθήσομαι in same sense, LXXIs.14.32, al., Ev.Matt.25.45, Hermog.Inv.4.6.
German (Pape)
[Seite 308] (s. κρίνω), 1) absondern, trennen, Hom. Il. 5, 12 ἀποκρινθέντε; ἀπεκρίθη τοῦ βαρβαρικοῦ τὸ Ἑλληνικόν Her. 1, 60; vgl. 194; ἀποκέκριται δίαιτα τοῖς ἀνθρώποις χωρὶς θηρίων 4, 24; ἐκ τοῦ πλήθους Plat. Rep. VIII, 564 e; χωρὶς ἀποκρίνων Tim. 73 b; ἀποκριτέον, im Ggstz von ἐγκριτέον, Rep. III, 413 d; einzeln bei Sp., αὐτοῖς αἷμα ἀποκρίνεσθαι Theophr. bei Ath. I, 18 c; – auswählen, ἓν δυοῖν κακοῖν Soph. O. R. 640; ἕνα ὑμῶν ἐξαίρετον Her. 6, 130; vgl. 3, 25; weihen, Ἡλίῳ Ael. H, A. 5, 39; von den Excrementen, aussondern, 2, 37. – 2) pass., εἴς τι, sich wohin absondern, hinneigen, πάντα ἐς τοῦτο ἀπεκρίθη Thuc. 2, 49, alle Krankheiten wurden zur Pest; εἰς ἄνεμον βορέην Luc. dea Syr. 28; ἀποκρίνεται εἴς τινα, es fällt auf ihn; Thuc. εἰς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι 1, 3; – auseinandergehen, von streitenden Parteien, 4, 72. – 3) aburtheilen, verwerfen, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν τοὺς ἀξίους Plat. Legg. VI, 751 d; τινὰ τῆς νίκης, Einem den Sieg absprechen, Arist. Polit. 5, 12; ἀποκριθήσομαι Plat. Legg. VII, 820 d. – 4) sich verantworten, Ar. Ach. 607; gew. antworten; Her. nur 5, 49 u. 8, 101, sonst ὑποκρίνασθαι; aber bei den Attikern häufig, τινί τι; πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον Plat. Prot. 338 d; πρὸς ἅπαντα ἀποκρινεῖσθαι Gorg. 447 c. Das perf. ist pass., καί μοι τοῦτο ἀποκεκρίσθω. Plat. Theaet. 187 b; vgl. Men. 75 c Gorg. 453 d; aber act. 468 c; ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν ἦμεν Prot. 358 a; Xen. An. 2, 1, 15; ἀποκριτέον Plat. Prot. 351 c. Der aor. ἀποκριθῆναι mit akt. Bdtg als v. l. Xen. An. 2, 1. 22, von den Atticisten verworfen, sicher bei Sp.; Plat. Alc. II, 149 b; N. T. z. B. Matth. 3, 15. 8, 3; vgl. Lob. zu Phryn. 108; ἀποκριθήσομαι LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρίνω: [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε κρίνω): - χωρίζω, ἀποχωρίζω, θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)· πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι χωρίς, φυλαχθῆναι κεχωρισμένως, ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ μηδὲ Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι, διότι καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, ὅπερ νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· ὡσαύτως, ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ ἀγών, ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, διακεκριμένως σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ ἐκρέω, ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· ἀλλά, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, διακρίνω, πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. ἐκλέγω, ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, ἐκλέγω ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ μέτρον ὅμως δεικνύει ὅτι τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. ἀπορρίπτω μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν αὐτόθι 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς ἐναντίον τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. ἀποκριτέον. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. (διότι ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49. , 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. πρός τινα ἤ πρός τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ. , Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. οὐδέ γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. , τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· καλῶς ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ἀπολογέομαι, Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο εἶναι ἄγνωστος ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον χωρίον ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, εἶναι δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ πολλάκις εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
séparer en triant, d’où
I. 1 séparer : ἀποκριθέντε IL les deux (héros) séparés (du gros de la troupe);
2 marquer d’un signe distinctif, donner une forme particulière à, acc. ; Pass. être distingué, se distinguer : ἀπεκρίθη τοῦ Βαρβάρου τὸ Ἑλληνικόν HDT la nation grecque se distingua (toujours) des Barbares (par son habileté);
3 déterminer, décider : ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη THC toutes les maladies se résolurent en celle-là;
II. faire ou proposer un choix :
1 faire un choix, choisir : τοῦ στρατοῦ πέντε μυριάδας HDT cinquante mille hommes dans l’armée;
2 proposer un choix, donner à choisir : ἓν δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν SOPH (m’)ayant donné à choisir entre deux maux;
Moy. ἀποκρίνομαι (f. ἀποκρινοῦμαι, ao. ἀπεκρινάμην, rar. ἀπεκρίθην) répondre : τινι ou πρός τινα à qqn ; ἀπ. τὸ ἐρωτηθέν THC ou τὸ ἐρωτώμενον XÉN répondre à la question ; τί τινι ἀπ. répondre qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, κρίνω.
English (Autenrieth)
only aor. pass. ἀποκρινθέντε: separated, ‘separating’ from the ranks of their comrades, Il. 5.12†.