πῦρ

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῦρ Medium diacritics: πῦρ Low diacritics: πυρ Capitals: ΠΥΡ
Transliteration A: pŷr Transliteration B: pyr Transliteration C: pyr Beta Code: pu=r

English (LSJ)

(once πύυρ [ ] by 'distraction', Simon.59 codd. Hdn.Gr. (Rh.Mus.35.101, 38.378)), τό, gen. πῠρός; not used in pl.,

   A v. πυρά, τά:—fire, π. καίειν or δαίειν to kindle fire, Il.8.521, Od.7.7, etc.; π. ἀνακαίειν, ἅπτειν, ἐξάπτειν, αἴθειν, ἐναύειν, v. sub vocc.; π. ποιεῖν, ποιήσασθαι, Anaxipp.1.12, X.An.5.2.27; οἴσετε π. Il.15.718; π. προσέφερον X.An.5.2.14; π. ἐμβαλεῖν νηυσί, κλισίῃσι, Il.15.597, Od.8.501 (tm.); π. φυσητέον, ῥιπίζειν, Ar.Lys.293, Plu.Flam.21; as exclam., "πῦρ βοᾷ Men.Sam.208.    b π. τεχνικόν, v. τεχνικός.    2 funeral-fire (cf. πυρά), ὄφρα πυρός με . . λελάχωσι θανόντα Il.7.79, 22.342, cf. 15.350, 23.76; ζῶντα διδόναι τινὰ πυρί burn one alive, Hdt.1.86.    3 sacrificial fire, ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220, cf. Od.3.341,446; κατὰ τοῦ π. σπένδειν Pl.Criti.120a; διὰ τοῦ π. ὀμνύναι D.54.40.    4 hearthfire, πυρὸς ἐσχάραι Il.10.418, cf. Od.5.59; ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς A.Ag.1435; πυρὶ δέχεσθαί τινα E.Or.47; τὸ π. τὸ ἀθάνατον the fire of Vesta, Plu.Num.9, etc.; deified, Πῦρ ἀθάνατον SIG826 ii 14 (Delph., ii B.C.).    5 lightning, κεραυνὸς ἀενάου πυρός Pi.P.1.6; πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ Id.Fr.146; πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος A.Pr.1044 (anap.); πυρὶ καὶ στεροπαῖς S.OT470 (anap.); παλτῷ ῥιπτεῖ πυρί Id.Ant.131 (anap.); θείῳ πυρὶ παμφαής Id.Ph.728 (lyr.).    b fire, light, or heat of the sun, θερινὸν π., opp. χειμών, Pi.P.3.50, cf. Pl.Lg. 865b; of the stars, π. πνείοντα ἄστρα S.Ant.1146 (lyr.); summer solstice, Alcm.79, Paul.Al.A.3.    6 flame of torches, S.Ant.964 (lyr.), etc.; π. εὐάγγελον, ἄγγαρον, πομπόν, of the beacon fire, A. Ag.21,282,299.    7 fever heat, violent fever, πῦρ ἔλαβέν [τινα] Hp. Epid.1.26.ή, al.; ὁ δ' ἔχων θέρμαν καὶ π. ἧκεν Ar.Fr.690; τεταρταίῳ πυρί Call.Aet.3.1.17; π. ἄγριον Hp.Epid.7.20 (of erysipelas acc. to Gal.19.134).    II phrases, ἐν πυρὶ γενέσθαι to be consumed, come to nothing, Il.2.340; φεύγων καπνὸν εἰς πῦρ δεσποτείας ἐμπεπτωκώς 'out of the frying pan into the fire, Pl.R.569b, cf. Prov. ap. Simp.in Epict. p.72 D.; ἦν ἄρα πυρός γ' ἕτερα θερμότερα Ar.Eq.382; πῦρ ἐπὶ πῦρ ἐγχεῖν, ἄγειν, φέρειν, ἐπεισφέρειν, Cratin.18, Ar.Fr.453, Arist.Pr.880a21, Plu.2.61a; εἰς π. ξαίνειν 'plough the sands', Pl.Lg.780c; βασανίζειν χρυσὸν ἐν πυρί Id.R.413e, cf. Plb.21.20.7: as a type of things irresistible or terrible, ἀντίος εἶμι, καὶ εἰ πυρὶ χεῖρας ἔοικε Il.20.371; μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο 11.596, al.; Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος 17.565, cf. 6.182; so τὸ πεπρωμένον οὐ π. σχήσει Pi.Fr.232; κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρός S.OT177; οὐδὲν θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, οὐδὲ π. Ar.Lys.1015; ἀναρχία κρείσσων πυρός E.Hec.608; ἐχίδνης καὶ πυρὸς περαιτέρω Id.Andr.271; so διὰ πυρὸς ἰέναι (as we say) to go through fire and water, dash through any danger, X.Smp.4.16, cf. Oec.21.7, Ar.Lys.133; but διὰ πυρὸς ἦλθε ἑτέρῳ λέχεϊ she raged furiously against the other partner of the bed, E.Andr.487 (lyr.); διὰ πυρὸς ἔμολον ματρί Id.El.1183 (lyr.); σωθήσεται οὕτω δὲ ὡς διὰ πυρός 1 Ep.Cor.3.15; εἰς π. ἅλλεσθαι X.Mem. 1.3.9; κἂν εἰς π. ἐμβαῖεν Lib.Ep.314.3; π. διέρπειν S.Ant.265; of persons, ὦ π. σύ . . Id.Ph.927; of Hannibal, Plu.Flam.21: metaph. of anxious hope, θάλπει τῷδ' ἀνηκέστῳ πυρί S.El.888; of love, ἀρσενικῷ θέρεται π. Call.Epigr.27.5, cf. 45.2. (Cf. Arm. hur, OE. fyr 'fire', etc.)

German (Pape)

[Seite 819] τό, gen. πυρός, im plur. nach der 2 Declination, τὰ πυρά, τοῖς πυροῖς, das Feuer; πυρὶ φλεγέθοντι, Il. 21, 358; ἀΐδηλον, ἀκάματον, θεσπιδαές, δήϊον u. ä. (s. diese Wörter); πῦρ μέγα καιόντων, anzünden, 8, 521; auch πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα, 9, 211, u. öfter; u. pass., ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη, da das Feuer niedergebrannt war, 9, 212; bes. das Feuer des Scheiterhaufens, dah. die Leichenbestattung, ἵνα πυρὸς λελάχωσι θανόντα, 15, 350. 22, 342 u. öfter, daß sie den Todten theilhaftig machen des Feuers, ihn bestatten; vgl. διδόναι τινὰ πυρί, Her. 1, 86; auch das Opferfeuer, oft bei Hom.; ἐν πυρὶ γενέσθαι, in Feuer aufgehen, d. i. zu Rauch werden, zu nichte werden, Iliad. 2, 340; πυρά, die Wachtfeuer, 8, 509. 554. 9, 77. 10, 12; πῦρ πνέειν, Feuer schnauben, Pind. Ol. 7, 71 u. A.; vom Blitz, κεραυνὸν ἀενάου πυρός, Pind. P. 1, 6; Tragg. oft: ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός, Aesch. Eum. 108; u. plur. vom Opferfeuer, ἐν πυροῖσι κνισσωτοῖς, Ch. 478; πῦρ ἀνάψουσιν θεοῖς, Eur. Or. 1137; von Fackeln, εὔϊόν τε πῦρ, Soph. Ant. 953; vom Blitz, παλτῷ ῥίπτει πυρί, 131; τὸ πῦρ ἐγρήγορεν, Ar. Lys. 306; διὰ τοῦ πυρὸς βαδί. ζειν, 133; – das Feuer als Element, ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μίξαντες, Plat. Prot. 320 d, vgl. Legg. X, 889 b; etwas Sprichwörtliches haben die Verbindungen βασανίζοντες πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί, Rep. III, 413 e; φεύγων ἂν καπνὸν δουλείας εἰς πῦρ δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, II, 379 c, εἰς πῦρ ξαίνειν, Legg. VI, 780 c; τὰ πυρά, Wachtfeuer, Xen. Hell. 1, 6, 20 u. sonst; διὰ πυρὸς ἰέναι, durchs Feuer laufen, sich freiwillig in die größte Gefahr begeben, Mem. 1, 3, 9, vgl. Conv. 4, 16; πῦρ ἐμβάλλειν, Pol. 5, 8, 9, der auch vrbdt ἐλθὼν εἰς τὰς πράξεις ὥςπερ εἰς πῦρ, 33, 9, 3, u. wie ἡ ἐκ πυρὸς βάσανος, 22, 3, 7, auch τὴν ἐκ πυρὸς παρέχεσθαι χάριν, 40, 8, 6, welche die Feuerprobe bestanden hat; vgl. noch Dem. ἀξιοπιστότερος τοῦ κατὰ τῶν παίδων ὀμνύντος καὶ διὰ τοῦ πυρός, 54, 40. – Auch = Fieberhitze, πυρετός, Hippocr. – Uebtr., Feuer, Heftigkeit, Leidenschaftlichkeit, Sp. bes. von der Liebe, ἀρσενικόν Callim. 9 (V, 6). – [Υ ist in allen zweisylbigen Casus kurz, u. so in allen Ableitungen u. Zusammensetzungen.] – Vgl. πύϊρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῦρ: (παρὰ Σιμωνίδῃ τῷ Ἰαμβογράφῳ 29 πύϊρ), τό, γεν. πῠρός· ἄχρηστον ἐν τῷ πληθυν., ἴδε ἐν λέξ. πυρά, τά. (Ἐντεθεν παράγονται πυρὰ (τά), πυρὰ (ἡ), πυρετός, πυρσός, πυρρός· πρβλ. Ὀμβρ. pir (= πῦρ), Λατιν. pru-na (ἀνημμένοι ἄνθρακες)· Βοημ. pyr (pruna)· Ἀρχ. Σκανδιν. fyrr· Ἀγγλο-Σαξον. Frye· Ἀρχ. Γερμαν. fuir. κτλ. [Ἄν καὶ τὸ υ εἶναι μακρὸν ἐν τῇ ὀνομ., εἶναι ὅμως βραχὺ ἐν ταῖς πλαγίαις πτώτεσι καὶ ἐν ἅπασι τοῖς παραγώγοις, πλὴν τοῦ πῡραύστης.] ― Ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «φωτιά», Ὅμ., κλπ.· πῦρ καίωδαίω, ἀνάπτω φωτιάν, Ἰλ. Θ. 521, Ὀδ. Η. 7, κτλ.· πῦρ ἀνακαίειν, ἅπτειν, ἐξάπτειν, αἴθειν, ἐναύειν, ἴδε τὰς λέξεις· πῦρ ποιεῖν ποιεῖσθαι Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 12, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 27· πῦρ φέρειν, προσφέρειν Ἰλ. Ο. 718, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 14· πῦρ ἐμβάλλειν νηυσί, κλισίῃσι Ἰλ. Ο. 597, Ὀδ. Θ. 501· πῦρ φυσᾶν, ῥιπίζειν Ἀριστοφ. Λυσ. 293, Πλουτ. Φλαμ. 21 2) ἡ νεκρικὴ πυρὰ (πρβλ. πυρά), ἵνα πυρὸς λελάχωσι θανόντα Ἰλ. Ο. 850, Χ. 342, πρβλ. Ψ. 45· ― ὡσαύτως, ζῶντα διδόναι τινὶ πυρί, καίειν τινὰ ζῶντα, Ἡρόδ. 1. 86 3) πῦρ τῆς θυσίας, ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 220, πρβλ. Ὀδ. Γ. 341, 446· κατὰ τοῦ πυρὸς σπένδειν Πλάτ. Κριτ. 120Α· διὰ τοῦ π. ὀμνύναι Δημ. 1269. 19. 4) τὸ πῦρ τῆς ἑστίας, πυρὸς ἐσχάραι Ἰλ. Κ. 418, πρβλ. Ὀδ. Ε. 59· ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ’ ἑστίας ἐμῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1435· πυρὶ δέχεσθαί τινα Εὐρ. Ὀρ. 47· π. ἄσβεστον ἢ ἀθάνατον, τὸ ἄσβεστον πῦρ τῶν Ἑστιάδων παρὰ τοῖς Ρωμαίοις, καὶ τὸ ἐν Πυθοῖ καὶ ἐν Ἀθήναις, Πλουτ. Νουμ. 9, κλπ. 5) τὸ πῦρ τοῦ κεραυνοῦ, κεραυνὸς ἀενάου πυρὸς Πινδ. Π. 1. 9· πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 112· πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος Αἰσχύλ. Προμ. 1044· πυρὶ καὶ στεροπαῖς Σοφ. Ο.Τ. 470· παλτῷ ῥίπτει πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 131· θείῳ πυρὶ παμφαὴς ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 727· ― ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἡλίου, πῦρ, ἀντίθετον τῷ χειμών, Πινδ. Π. 3. 87· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 865Β· ἐπὶ τῶν ἀστέρων, πῦρ πνέοντα ἄστρα Σοφοκλ. Ἀντ. 1146. 6) τὸ πῦρ ἢ ἡ φλὸξ δᾴδων ἢ πυρσῶν αὐτόθι 964, Ἀπόσπ. 480, κτλ.· π. εὐάγγελον, ἄγγαρον, πομπόν, ἐπὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀγγείλαντος ἀπὸ ὄρους εἰς ὄρος τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 21, 282, 299. 7) ἡ θερμότης τοῦ πυρετοῦ, ἰσχυρὸς πυρετός, «θέρμη», πῦρ τινα λαμβάνει, ἐπιλαμβάνεται Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α´, 984 κτλ., ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. παροιμ., ἐν πυρὶ γίγνομαι, καταναλίσκομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, «χάνομαι», ἐκμηδενίζομαι, Ἰλ. Β. 340· εἰς πῦρ δεσποτείας ἐμπίπτειν Πλάτ. Πολ. 569Β· ἢν ἄρα πυρός γ’ ἕτερα θερμότερα Ἀριστοφ. Ἱππ. 382· πῦρ ἐπὶ πῦρ ἐγχεῖν, ἄγειν, κτλ., Κρατῖνος ἐν «Βουκόλοις» 1, (παρ’ Ἡσυχ. πυρπερέγχει ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 4. 28, κτλ., ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 61Α, Παροιμιογρ., Φώτ., κλπ.· εἰς πῦρ ξαίνειν, ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων, Πλάτ Νόμ. 780C· βασανίζειν ὡς χρυσὸν ἐν πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Ε, πρβλ. Πολύβ. 22. 3, 7· ― μάλιστα ὡς σύμβολον πραγμάτων ἀκατασχέτων ἢ τρομερῶν, ἀντίος εἶμι, καὶ εἰ πυρὶ χεῖρας ἔοικε Ἰλ. Υ. 371· μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο Λ. 596, κτλ.· Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος Ρ. 565, πρβλ. Ζ. 182· οὕτω, πῦρ νῦν οὐκ ἐόλει, τὸ πεπρωμένον οὐ σχήσει πῦρ Πινδ. Π. 4. 414, Ἀπόσπ. 256· κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρὸς Σοφ. Ο. Τ. 177· (περὶ τοῦ ἐν Ἀντ. 620 πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, ἴδε προσαύω)· οὐδὲν θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, οὐδὲ πῦρ Ἀριστοφ. Λυσ. 1015· ἀναρχία κρεῖσσον πυρὸς Εὐρ. Ἑκ. 608· ἐχίδνης καὶ πυρὸς περαιτέρω ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ 271· οὕτω, διὰ πυρὸς ἰέναι, «διέρχεσθαι διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος», δηλ. ὁρμᾶν πρὸς πάντα κίνδυνον, Ξεν. Συμπ. 4. 16, πρβλ. Οἰκ. 21. 7· ἀλλά, διὰ πυρὸς ἦλθεν ἑτέρῳ λέκτρῳ (οὕτως ἀναγνωστέον), ἐμμανῶς ὠργίσθη κατὰ τοῦ ἑτέρου μετόχου τοῦ λέχους, Εὐρ. Ἀνδρ. 487, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 133· διὰ πυρὸς ἔμολον ματρὶ Εὐρ. Ἠλ. 1182· οὕτως, εἰς πῦρ ἅλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ― ἐπὶ προσώπων, ὦ πῦρ σὺ... Σοφ. Φιλ. 927· ― μεταφο., ἐπὶ θερμῆς ἐλπίδος, θάλπει τῷδ’ ἀνηκέστῳ πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 888· ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 26. 47· σπανίως ὡς εἰκὼν θερμότητος καὶ τερπνότητος, ὡς παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1435.

French (Bailly abrégé)

πυρός (τό) :
plur. πυρά, dat. πυροῖς;
I. feu au propre;
II. particul.
1 feu d’un bûcher;
2 feu d’un sacrifice;
3 feu du foyer;
4 feu du ciel, foudre ou éclair;
5 feu du soleil ; en gén. éclat des astres;
6 lueur des torches, des flambeaux;
7 τὰ πυρά les feux de camp, les feux de bivouac;
8 feu du regard, éclat des yeux;
9 feu de la fièvre;
III. fig. 1 feu, c. symbole de force irrésistible;
2 c. symbole de destruction, de dévastation;
3 feu de la passion, ardeur d’un sentiment;
4 ◊ prov. ἐν πυρὶ γενέσθαι IL s’en aller en feu, périr ou être perdu ; μετά τινος διὰ πυρὸς βαδίζειν AR aller à travers le feu avec qqn, partager avec lui tous les périls ; διὰ πυρὸς ἔρχεσθαί τινι EUR avoir une haine ardente pour qqn ; εἰς πῦρ ἅλλεσθαι XÉN sauter dans le feu, ne reculer devant aucun danger.
Étymologie: cf. all. Feuer, etc.

English (Autenrieth)

πυρός: fire; pl. πυρά, watchfires, Il. 8.509, 554.

English (Slater)

πῡρ (πῦρ, πυρός, πυρί, πῦρ.)
   1fire
   a ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει (O. 1.1) ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμάν (O. 1.48) πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων (O. 7.71) ὑπὸ στερεῷ πυρὶ (O. 10.36) Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν (O. 13.90) τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός (P. 1.6) τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν (P. 3.36) πυρὶ καιόμενος (P. 3.102) φλόγ' πνέον καιομένοιο πυρος (P. 4.225) πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει (P. 4.233) εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) (P. 4.266) πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων (N. 4.62) γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ i. e. earthenware (N. 10.35) ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν (Pae. 2.30) χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός (Pae. 6.98) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 1. θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ... πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ fr. 146. 1. πυρὶ δ' ὑπνόωντε σώματα (ὤπτων coni. Snell) fr. 168. 3. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.
   b heat ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50)