ἄριστος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (with Art. Ep.
A ὤριστος Il.11.288, Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as Sup. of ἀγαθός: I of persons, 1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief, Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260, cf. 6.209; ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580; θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258; πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El.366; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2. 2 best in any way, bravest, ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221. b c. dat. modi, βουλῇ μετὰ πάντας . . ἔπλευ ἄ. 9.54, al.; ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211. c c. acc. rei, εἶδος ἄριστε Il.3.39; ψυχὴν ἄ. Ar.Nu.1048. d c. inf., ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38. 3 morally best, εἴς τινα E.Alc.83(lyr.); οἱ ἄ. ἁπλῶς κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1293b3. 4 best, most useful, πόλει E.Fr.194 codd. (leg. ἀρεστός) αὑτῷ Id.Heracl.5. II of animals, things, etc., best, finest, ἵπποι Il.2.763; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414; τεύχε' ἄριστα Il.15.616; χῶρος Od.5.442; ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El.1097 (lyr.). III neut. pl. as Adv., ἄριστα best, most excellently, ὄχ' ἄ. Il.3.110, Od.13.365, cf. Hdt.1.193, al., etc.; ἄριστά γε, in answers, well said! Pl.Tht.163c: later also ἀρίστως Iamb.Myst.3.14.
German (Pape)
[Seite 353] (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαθός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεθ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύθοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ θέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν κάρτεΐ τε σθένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀθανάτων Iliad. 20, 122; θεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων θῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; θεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sert de Sp. à ἀγαθός (cf. le Cp. ἄρείων);
excellent ; le meilleur, le plus brave, le plus noble, etc. ; ἄριστος τινι ou τι le meilleur en qch ; avec l’inf. très bon ou très propre à ; plur. neutre adv. • ἄριστα très bien, parfaitement.
Étymologie: R. Ἀρ ajuster, d’où le préf. ἀρι-, le Cp. ἀρείων.
English (Autenrieth)
(root ἀρ, cf. ἀρείων, ἀρετή), ὤριστος = ὁ ἄριστος: best, most excellent (see the various implied meanings under ἀγαθός); Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; often foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, εἶδος); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘finely indeed hast thou been treated,’ Il. 6.56.
English (Slater)
ᾰριστος
1 best, finest ἄριστον μὲν ὕδωρ (O. 1.1) νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος (O. 13.48) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of (poetic) wisdom (P. 2.56) ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.1) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (N. 8.8) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος (I. 7.35) ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
excelente usado como sup. de ἀγαθός q.u.
I de pers.
1 en rel. c. proezas y habilidades, gener. c. gen. partit. el mejor ἀνδρῶν ... ἄ. Il.2.768, cf. 7.50, Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260, θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. Il.19.258, οἰωνοπόλων ὄχ' ἄ. Il.6.16, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ. Il.7.221, Σαλαμινίων ... καὶ Σολίων ... τὸ ἄριστον los mejores soldados de Salamina y de Solos Hdt.5.110
•abs. excelente, el mejor ἄ. ἔην, πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς Il.2.580, οἳ μέγ' ἄριστοι ... ἐγένοντο Il.6.209, c. varias determ.
•c. dat. limitativo βουλῇ μετὰ πάντας ... ἔπλευ ἄ. Il.9.54, χρήμασιν ἄριστε, δείπνοις ἄριστε, ... παισὶν ἢ ὑποζυγίοις ἄριστε, ... τῷ λέγειν ... ἄριστε (parafraseando a Hom.), Plu.2.34f, ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211, βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄ. Pi.N.8.8
•c. dat. de interés πόλει τ' ἄ. E.Fr.194, αὑτῷ δ' ἄ. E.Heracl.5, cf. X.Mem.4.1.4, c. ac. de rel. ref. a cualidades personales εἶδος ἄριστε Il.3.39, ψυχήν τ' ἄριστοι A.Pers.442, Ar.Nu.1048, ἄ. τὰ πάντα Luc.Gall.17
•c. inf. οὐ ταῦτ' ἄ. εὑρίσκειν ἔφυς S.OT 440, ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44, unido a κάλλιστος en clisé, X.Cyr.4.1.24, An.5.6.28, ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Pl.Lg.902a.
2 c. connotaciones de poder o linaje el mejor por nacimiento o rango πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα S.El.366, σὺν Τιγράνῃ καὶ Περσῶν τοῖς ἀρίστοις X.Cyr.3.3.5, abs. o c. determ. adverb. οἱ ἄριστοι usado para designar a los magistrados y miembros de la asamblea en Esparta, X.Ages.1.5, en otros lugares, Cic.Att.173.2, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ὁμιλίη op. δῆμος Hdt.3.81, como tít. del emperador equivalente a optimus, ISalamis 12 (II d.C.), Τραϊανῷ ... Ἀρίστῳ ICr.1.18.19.3 (II d.C.).
3 muy dispuesto, muy idóneo c. inf. ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι muy dispuestos a prestar oídos a las calumnias Hdt.3.80, ἀπατᾶσθαι ἄριστοι los más idóneos para ser engañados Th.3.38.
4 excelente en sent. moral ἐμοὶ πᾶσί τ' ἀρίστη δόξασα γυνή E.Alc.83, ἐρᾶν ... τῶν γενναιοτάτων καὶ ἀρίστων amar a los más nobles y mejores Pl.Smp.182d, ἐκ τῶν ἀρίστων ἁπλῶς κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1293b3, ὁ νυκτερινὸς σύλλογος ... τῶν ἀρίστων Plu.2.714b.
II de anim. o cosas
1 estupendo, magnífico gener., c. gen. partit. μήλων Od.9.432, ὑῶν τὸν ἄριστον Od.14.414, ποταμῶν Hdt.4.90, τῆς γῆς ἡ ἀρίστη Th.1.2., sin gen. ἵπποι Il.2.163, cf. X.Mem.4.1.3, τεύχε' ἄριστα Il.15.616, χῶρος Od.5.442, οἶνος Hes.Op.585, γνῶμαι Hdt.7.99, ἄριστ[α καὶ] δ[ι] κα[ιότα] τα IG 13.14.21 (V a.C.), ὁ βίος ὁ κατ' ἀνθρώπως ἄ. ἦμεν Aesar.p.50, ὁ μακρότατος βίος Plu.2.111a
•como pred. nominal neutr. de un inf. suj. ἄριστον ... οὖν τὰν ὅλαν πόλιν οὕτως συντετάχθαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.35.8
•en or. nom. ἄριστον μὲν ὕδωρ Pi.O.1.1
•subst. τὸ ἄ.: οὐδὲν ἄλλο σκοπεῖν ... ἀλλ' ἢ τὸ ἄ. καὶ βέλτιστον no examinar nada más que lo mejor y más conveniente Pl.Phd.97d
•neutr. plu. subst. ἄριστα o τὰ ἄριστα premio φερομέναν ἄ. τᾷ Ζηνὸς εὐσεβείᾳ obteniendo tú (Electra) el premio por tu piedad para con Zeus S.El.1097
•neutr. plu. como adv. muy bien ὄχ' ἄ. Il.3.110, Od.13.365, cf. Hdt.1.193
•ἄριστά γε en respuestas muy bien dicho Pl.Tht.163c, c. gen. partit. ἄριστα δ' ἀνθρώπων ὁ Ἐπαμεινώνδας Plu.2.808d
•εἰς ἄριστον lo mejor posible ἀπεργάζονται οἱ λαοὶ τὸ κέρμα τοῦτο εἰς ἄ. los nativos pagan del mejor modo posible esta pequeña tasa, PLille 16.8 (III a.C.).
2 el más útil, el más indicado, el mejor para algo, c. inf. τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω de una pareja de bueyes, Hes.Op.438, αἳ μέγ' ἄρισται τέμνειν ὦλκα βαθεῖαν (bueyes) los que sean mejores para abrir un surco profundo Call.Dian.179, c. εἰς y ac. κόπρον ... ἄριστον εἰς γεωργίαν X.Oec.20.10.
III adv. -ως (tard.) muy bien, estupendamente προευτρεπίζοντες ἕδραν ἀ. Iambl.Myst.3.14.
• Etimología: Cf. ἀρείων.