χρῖσμα

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῖσμα Medium diacritics: χρῖσμα Low diacritics: χρίσμα Capitals: ΧΡΙΣΜΑ
Transliteration A: chrîsma Transliteration B: chrisma Transliteration C: chrisma Beta Code: xri=sma

English (LSJ)

ατος, τό, (χρίω) later form for χρῖμα (q.v.), found in codd. of X.Smp.2.4, An.4.4.13, Thphr.Od.8,15, Sor.1.4, Gal.6.402, etc.    II anointing, unction, LXXEx.29.7, 35.15, Gal.10.892.    2 in NT of spiritual grace, χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου 1 Ep.Jo.2.20, cf. 27.    III coating of wall, plaster, D.S.2.9, Luc. Hist.Conscr.62. (The usual accent χρίσμα is wrong, cf. χρῖμα.)

German (Pape)

[Seite 1376] τό, vgl. χρῖμα, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; – ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα (vgl. auch noch μύρον). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῖσμα: τό, (χρίω) μεταγεν. τύπος ἀντὶ χρῖμα (ὃ ἴδε), πᾶν ὅ,τι ἐπαλείφεται, τὸ ἐπιχριόμενον εὐῶδες μύρον, ἐν ᾧ τὸ κοινὸν ἄνευ μύρων ἔλαιον, δι’ οὗ οἱ παλαισταὶ ἠλείφοντο ἐκαλεῖτο ἁπλῶς ἔλαιον, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 5 (τὸ ἄλειμμα ἦτο ὁμοίως διὰ μύρων παρεσκευασμένον, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο ῥευστότερον ἢ τὸ χρῖσμα), λίπος, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. Salmas ad Solin. σελ. 330· ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13, τὸ χρῖσμα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ μύρου οὐχὶ κατὰ τὴν ὕλην ἀλλὰ κατὰ τὴν σύστασιν ὡς πυκνότερον παρεσκευσμένον (πρβλ. σύειος)· καὶ ὁ Θεόφραστος διακρίνει μύρον καὶ χρῖσμα, περὶ Ὀσμ. 16 καὶ 27 κἑξ., ἀλλὰ δὲν λέγει ἐν τίνι κεῖται ἡ διαφορά, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 2, 4· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 94, προστίθεται τὸ πέλανος ὡς ἰσοδύναμον. ΙΙ. = χρῖσις ἱερά, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΘ΄, 7, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ. ΙΙΙ. ὕλη χρήσιμος πρὸς ἐπίχρισιν ἢ χρωματισμόν, ἄσβεστος ἢ γύψος μετὰ κονίας, Διόδ. 2. 9. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 62. (Ὁ συνήθης τονισμὸς χρίσμα εἶναι ἡμαρτημένος, πρβλ. χρῖμα). - Ἴδε Cobet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.

French (Bailly abrégé)

χρίσματος (τό) :
ce qui sert à enduire :
1 onguent, parfum, essence;
2 graisse liquide, huile, etc.
3 mélange de plâtre ou de chaux, plâtre, mortier.
Étymologie: χρίω.

Spanish

ungüento, aceite

English (Strong)

from χρίω; an unguent or smearing, i.e. (figuratively) the special endowment ("chrism") of the Holy Spirit: anointing, unction.

English (Thayer)

(so R G L, small edition, WH) and χρῖσμα (Lachmann's major edition; T Tr; on the accent see Winer s Grammar, § 6,1e.; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 35; (Tdf. Proleg., p. 102)), χρίσματος, τό (χρίω, which see), anything smeared on, unguent, ointment, usually prepared by the Hebrews from oil and aromatic herbs. Anointing was the inaugural ceremony for priests (Josephus, Antiquities 6,8, 2 πρός τόν Δαυιδην — when anointed by Samuel — μεταβαινει τό θεῖον καταλιπον Σαουλον. καί ὁ μέν προφητεύειν ἤρξατο, τοῦ θείου πνεύματος εἰς αὐτόν μετοικισαμενου); (see BB. DD., see under the words, Ointment, Anointing). Hence, in ἀπό τοῦ ἁγίου is so used as to imply that this χρῖσμα renders them ἁγίους (cf. Westcott at the passage)) and 27, τό χρῖσμα is used of the gift of the Holy Spirit, as the efficient aid in getting a knowledge of the truth; see χιω. (Xenophon, Theophrastus, Diodorus, Philo, others; for מִשְׁחָה, Exodus 40:7 (9).)