ήχος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

και ηχός και αχός, ο (AM ἦχος)
1. το αίτιο που με τον ερεθισμό του αισθητηρίου της ακοής προκαλεί το αντίστοιχο αίσθημα στη συνείδηση, καθετί που γίνεται αντιληπτό με την ακοή, κρότος, θόρυβος, βοή, θρόισμα κ.λπ.
2. ο «σκοπός», η μελωδία του τραγουδιού ή του μουσικού οργάνου, το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί το τραγούδι ή το όργανο (α. «σάλπιγγος ἤχῳ», ΚΔ
β. «ἦχος αὐλοῦ», Μόσχ.
γ. «άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο», Κρυστ.)
νεοελλ.
φυσ. το αποτέλεσμα της δόνησης τών σωματιδίων ενός υλικού μέσου, με συχνότητα από 16 μέχρι 20.000 Hz, που διαδίδεται διά τών στερεών, τών υγρών και τών αερίων υπό μορφή ελαστικών κυμάτων και που είναι ικανό να προκαλέσει στον άνθρωπο ακουστικό αίσθημα
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ. > όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι οκτώ μουσικοί τρόποι της βυζαντινής μελοποιίας, που καθένας τους διέπεται από συγκεκριμένα μουσικά στοιχεία («ήχος πλάγιος του δευτέρου»)
νεοελλ.-αρχ.
ηχώ, αντίλαλος, αντήχηση («όλους εξυπνούσε τους ηχούς το τραγούδι ερωτεμένο», Σολωμ.)
αρχ.
1. ο συγκεχυμένος βόμβος μέσα στ' αφτιά που αισθάνονται οι ασθενείς
2. γραμμ. πνοή, το είδος της δασείας ή λεπτής πνοής που εξέρχεται από το στόμα κατά την εκφώνηση ορισμένων συμφώνων («ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὀ δὲ ψιλός», Δημήτρ. Φαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ηχή.
ΠΑΡ. ηχείο, ηχήεις
αρχ.
ηχέεις, ηχικός, ηχώδης
νεοελλ.
ηχερός, ηχηρός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μσν. ηχόπους
νεοελλ.
ηχαγωγός, ηχοβολίδα, ηχοβολώ, ηχογόνος, ηχογράφηση, ηχογραφώ, ηχοκινησία, ηχολαλία, ηχολήπτης, ηχοληψία, ηχολογώ, ηχολόί, ηχομετρία, ηχόμετρο, ηχομόνωση, ηχομονωτικός, ηχοπονώ, ηχορύπανση. (Β' συνθετικό) άηχος, βαρύηχος, εύηχος, κακόηχος, ομόηχος, οξύηχος, πολύηχος
αρχ.
άντηχος, δύσηχος, έυηχος, έξηχος, μεγαλόηχος, φιλεύηχος
νεοελλ.
αργυρόηχος, γλυκόηχος, γλυκύηχος, μυριόηχος, οκτώηχος, τετράηχος, χαλκόηχος].