ιάλλω

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α)
1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.)
3. βρίσκω
4. φεύγω, τρέχω ή πετώ
5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» — έβαλα δεσμά στα χέρια του (Ομ. Ιλ.)
β) «ἐπ' ὀνείατα χεῖρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (Ομ. Οδ.)
γ) «έτάροις επί χεῖρας ἴαλλεν» — σήκωνε το χέρι να χτυπήσει τους συντρόφους (Ομ. Οδ.)
δ) «ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (Ομ. Οδ.)
ε)«ἰάλλω ἴχνος» — πατώ το πόδι μου ώστε να φαίνεται η πατημασιά μου (Νίκ.)
στ) «ίάλλω ύλακήν» — γαβγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε -αλ-ψω και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (ι-), ο οποίος διατηρείται και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ἰαλώ, αόρ. ἰῆλαι). Η δασύτητα του τ. ἱάλλω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. φιαλείς, φιαλούμεν (Αριστοφάνης) αντί επ-ιαλ-, μπορεί να ερμηνευθεί από σύνδεση του με το ἅλλομαι «πηδώ». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η δασύτητα αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του ἱάλλω με το ἵημι «ρίχνω». Το ἰάλλω συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) iy-ar-ti «θέτω σε κίνηση».
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απιάλλω, εξιάλλω, επιάλλω, επιπροϊάλλω, εσιάλλω, περιιάλλω, προϊάλλω, φιάλλω.