λεύκη
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
English (LSJ)
ἡ, a cutaneous disease, so called from its colour: a kind of
A leprosy or elephantiasis, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Hdt.1.138; λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Hp.Prorrh.2.43; λ. ἀλφούς τε Pl.Ti.85a; [ἐξάνθημα] ὃ καλεῖται λ. Arist.HA518a13, cf. Pr.891a26.
II white poplar, Populus alba, Thphr. HP 1.10.1, al.; used for chaplets, Ar.Nu.1007, Eup.14.4, D.18.260, Theoc. 2.121; later λεύκη λευκή Hippiatr.22.
2 a place at Athens where the taxes were let out to farmers of the revenue, prob. so called from a poplar in the place, And.1.133.
III = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.
IV in plural, white spots on the nails, Alex.Aphr.Pr.1.146.
V in plural, kind of κόγχοι, = ἀνδροφυκτίδες, Epich.42.11.
VI name of various plasters, Gal.13.414, al.
VII white clay or chalk, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 33] ἡ, 11 die Weißpappel, Ar. Nubb. 1007; dem Herakles heilig, Theocr. 2, 121; Theophr.; θιάσους ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ Dem. 18, 260; nach Harpocr. bacchischer Brauch. Aber παρασυλλεγέντες ὑπὸ τὴν λεύκην Andoc. 1, 133, geht auf einen Ort in Athen, wo öffentliche Auctionen gehalten wurden. – 2) der weiße, fressende Aussatz; Her. 1, 138; Hippocr.; übh. weißer Fleck auf der Haut, καὶ ἄλφοι Plat. Tim. 85 a; Arist. gen. anim. 5, 4 u. öfter; Nic. Th. 333 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 peuplier blanc, arbre : τῇ λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;
2 lèpre blanche, maladie.
Étymologie: fém. de λευκός.
Russian (Dvoretsky)
λεύκη: дор. λεύκα ἡ
1 белый тополь Dem., Arph. etc.;
2 мед. белые лишаи или струпья, предполож. элефантиаз, по по друг. витилиго (λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Her.; ἐν τῇ λεύκῃ λευκαὶ γίγνονται αἱ τρίχες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεύκη: ἡ, νόσος τις τοῦ δέρματος, καλουμένη οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος· εἶδος λέπρας ἢ μάλλον ἐλεφαντιάσεως, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 138· λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Ἱππ. Προρρ. 114. λ. ἀλφούς τε Πλάτ. Τίμ. 85Α· ἐξάνθημα ὃ καλεῖται λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 6, πρβλ. Πρβλ. 10. 4 κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. II. ἡ λευκὴ αἴγειρος, κοινῶς «λεύκα», Λατ. populus alba, εὔχρηστος πρὸς παρασκευὴν στεφάνων, θιάσους ἐστεφανωμένους τῇ λεύκῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Δημ. 313. 24· πρβλ. ἀχερωίς, αἴγειρος. 2) τόπος ἐν Ἀθήναις, ἔνθα ἐπωλοῦντο αἱ δημόσιαι πρόσοδοι, πιθανῶς οὕτω κληθεὶς ἐκ δένδρου τινὸς λεύκης ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ, Ἀνδοκ. 17. 24· πρβλ. Böckh. P. E. 2. 26. ΙΙΙ. φυτόν τι, ὡσαύτως ἀνδρόσακες, Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 150. IV. ἐν τῷ πληθ., λευκὰ στίγματα εἰς τοὺς ὄνυχας, κοινῶς «ψεῖρα», Ἀλεξ. Προβλ. 1. 146.
Greek Monolingual
η (AM λεύκη)
1. το δένδρο λεύκα
2. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από λευκομελανοδερμία («λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. τοποθεσία στην Αθήνα όπου γινόταν πώληση τών δημόσιων προσόδων
2. το φυτό ανδρόσακες
3. η κιμωλία
4. στον πληθ. αἱ λεῡκαι
α) οι λευκές κηλίδες στα νύχια
β) ονομασία διαφόρων εμπλάστρων
γ) είδη κοχυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκή, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (βλ. και λεύκα)].
Greek Monotonic
λεύκη: ἡ (λευκός),
I. αρρώστια του δέρματος, λευκή λέπρα, σε Ηρόδ., κ.λπ.
II. λεύκα, Λατ. populus alba, σε Αριστοφ., Δημ.
Middle Liddell
λεύκη, ἡ, λευκός
I. white leprosy, Hdt., etc.
II. the white poplar, Lat. populus alba, Ar., Dem.