περκνός
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ή, ον,
A dusky, dark in colour, of grapes when beginning to ripen, or of olives, Poll.1.61, 5.67; περκνὴν (prob. for πέρκην (… ἐλάην AP6.102 (Phil.); also π. ἔχις Arist.Mir.846b18, Nic.Th.129; π. ἰχθύες Marc.Sid.7; livid, Hp.VC19.
II Subst., name of a kind of eagle, αἰετὸν... μόρφνον θηρητῆρ', ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Il.24.316 (Aristarch. πέρκνον), cf. Arist.Mir.835a2, Lyc.260; = πλάγγος acc. to Arist.HA618b23. (Cf. πρακνόν, Skt. pŕṛśnis 'spotted', OIr. erc, Welsh erch 'speckled', 'dusky'.)
German (Pape)
[Seite 602] (vgl. πέρκος), schwarzblau, dunkelfarbig, von der Farbe des Adlers, αἰετόν, ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν, Il. 24, 316; vgl. Arist. H. A. 9, 32; Sp. auch von der dunklen, bläulichschwarzen Farbe der reisenden Weintrauben u. der Oliven, Nic. Ther. 129 u. öfter in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
noirâtre, bleuâtre ; subst. ὁ περκνός :
1 sorte d'aigle, oiseau;
2 sorte de faucon;
3 sorte de serpent.
Étymologie: DELG vieux suffixe ne désignant pas une couleur précise, mais indiquant ce qui est tacheté ; cf. skr. prśni « tacheté », vha forhana, all. Forelle « truite », m.irl. erc « saumon, truite (litt. tacheté) », etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περκνός -ή -όν donkerkleurig; subst. ὁ περκνός adelaar. Il. 24.316.
Russian (Dvoretsky)
περκνός: черноватый, темноцветный, темный (αἰετός Hom.; ἔχις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περκνός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χρῶμα μελανίζον, κυρίως ἐπὶ σταφυλῶν μόλις ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσιν (ἴδε περκάζω), ἢ ἐπὶ ἐλαιῶν, Πολυδ. Α΄, 61., Ε΄, 67· οὕτω, περκὴν (οὕτως)... ἐλαίην Ἀνθ. Π. 6. 102· ― πελιδνήν, μαύρην, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, κτλ.· πρβλ. ἐπίπερκνος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἀετοῦ, αἰετόν... μόρφνον θηρητῆρ’, ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Ἰλ. Ω. 316 (Ἀρίσταρχ. ἔγραφε πέρκνον), πρβλ., Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 60, Λυκόφρ. 260 (ἔνθα καλεῖται πλαγγός), Πλίν. 10. 3· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ περκνόπτερος, Cypaëtus barbatus (Sundev.) ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3. 2) ἐπὶ ἱέρακος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ πέρκος, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμασ. 60. 3) ἐπὶ ὄφεως Νικ. Θηρ. 129· π. ἔχις Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 165.
English (Autenrieth)
dappled, as specific name of a kind of eagle, Il. 24.316†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περκνός, -ή, -όν, ΝΑ
1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα της ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο περκνός
α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.)
β) το πτηνό πλάγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ-νός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» με έρρινο επίθημα -νός (πρβλ. ερεμνός, κελαι-νός) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. prśni- «μελανόστικτος» και αρχ. άνω γερμ. forhana «πέστροφα». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας, χωρίς έρρινο επίθημα, ανάγονται τα προσηγορικά πέρκος «είδος ιερακόμορφου πτηνού» και πέρκη «είδος ψαριού, η πέρκα» (πρβλ. και περκ-άζω, περκ-αίνω), τα οποία προϋποθέτουν αμάρτυρο επίθ. περκός / περκάς (πρβλ. λεῦκος / λεύκη < λευκός / λευκάς) και συνδέονται με μσν. ιρλδ. erc «μελανόστικτος», αλλά και «πέστροφα» και «αγελάδα» και «σαύρα», και με γαλατ. erch «μελανόστικτος». Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, τέλος, ανάγονται οι τ. που παραδίδονται από τον Ησύχιο: «πράκνον
μέλανα», από όπου με ανώμαλο φωνηεντισμό -ε- ο τ. «πρεκνόν
ποικιλόχροον ἔλαφον» και με φωνηεντισμό -ο- ο τ. πρόξ, προκός «είδος ζαρκαδιού». Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η ΙΕ ρίζα perk- αφ' ενός δεν είναι δηλωτική χρώματος αλλά της έννοιας του μελανόστικτου, του παρδαλού, του ποικιλόχρωμου, αφ' ετέρου ότι χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία διαφόρων ζώων, ψαριών και πτηνών που είχαν το χαρακτηριστικό του μελανόστικτου, του παρδαλού (πρβλ. πέρκος, πέρκη, πρόξ)].
Greek Monotonic
περκνός: -ή, -όν,
I. σκοτεινόχρωμος, λέγεται για τα σταφύλια και τις ελιές που αρχίζουν να ωριμάζουν, σε Ανθ.· πρβλ. ἐπί-περκνος.
II. ως ουσ., όνομα αετού, μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: spotted, having dark spots, also as name of a kind of eagle (Ω 316, Hp., Arist.).
Derivatives: ἐπί-περκνος somewhat spotted (X.,; Strömberg Prefix Studies 105). - Beside it πέρκος m. kind of eagle (Arist.), πέρκη f. redfin perch, Perca fluviatilis (Emp., Com., Arist.) with -ίς, -ίον, -ίδιον (Com., pap., Dsc.); περκάς adj. f., attribute of κίχλη, prob. as fishname (Eratosth.). Denominatives. a. περκάζω, -ομαι, also w. ὑπο-, ἐπι-, ἐν-, to start getting dark spots, to start ripening, act. also to colour dark (η 126, Thphr., LXX); b. περκαίνω, -ομαι (ἐμ-) id. (E., H.); c. ἀπο-περκόομαι to become dark, of ripening grapes (S. Fr. 255, 6). Here περκώματα τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ποικίλματα H.; after Krahe IF 58, 225 also Περκώτη f. town in Mysia. -- Beside it 1. with zerograde: πρακνόν μέλανα H.; 2. with diff., prob. secondary full grade: πρεκνόν ποικιλόχροον ἔλαφον H., to which 3. with o-ablaut πρόξ, -κός f. (s. v.) and προκάς f. deer- or roe-like animal, Πρόκνη PN "the nightingale" or "swallow", Radke P.-W. 23, 250; 4. with lengthened grade πρωξ, -κός f. drop of dew (s. v.).
Origin: IE [Indo-European] [820f] *perk- vriegated, motley
Etymology: The substantival πέρκος, πέρκη presuppose an adj. *περκός, to which f. περκάς, as λεῦκος, λεύκη from λευκός, f. λευκάς. From *περκός also περκ-άζω, -αίνω, -όομαι (like λευκ-αίνω a.o.). Beside it with ν-suffix περκ-νός like the synonymous ἐρεμ-νός, κελαι-νός a.o. (Chantraine Form. 194; cf. below). -- Old inherited family with representatives in several languages, where esp. the many animal names are remarkable. With πρακνόν agree except for the ending both Skt. pŕ̥śni-'spotted, variegated' as a Germ. name of the trout, OHG forhana (to which with l-suffix the dimin. Forelle), OE forn(e) f., IE *pr̥ḱ-n-. A full grade agreement gives the Swed. fishname färna f., IE *perḱ-n- like περκ-ν-ός. With *περκός, πέρκος a Celt. word can be identified: MIr. erc (Wesh erch) spotted, dark-red, as subst. salmon, trout, also cow, lizard. -- Another representative is the Germ. word for vatiegated, colourful and colour in OHG faro, farawa, IE *porḱ-u̯ó-; one must certainly also consider Lat. pulc(h)er beautiful from *pelc-ro-s or *polc-ro-s (with dissim.); IE *perḱ-, resp. *porḱ- or *pr̥ḱ-. On the formation also Borgström NTS 16, 141 f. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 45 f., Pok. 820f., W.-Hofmann s. pulc(h)er and 2. porcus. Older lit. also in Bq. Cf. also πάπραξ.
Middle Liddell
περκνός, ή, όν
I. dark coloured, of grapes or olives beginning to ripen, Anth.; cf. ἐπί-περκνος.
II. as substantive, name of an eagle, μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Il.
Frisk Etymology German
περκνός: {perknós}
Meaning: gesprenkelt, dunkelfleckig, auch als N. einer Adlerart (Ω 316, Hp., Arist. u.a.); ἐπίπερκνος ‘etwas gesprenkelt’ (X.,; Strömberg Prefix Studies 105).
Derivative: Daneben πέρκος m. Adlerart (Arist.), πέρκη f. Flußbarsch, Perca fluviatilis (Emp., Kom., Arist. u.a.) mit -ίς, -ίον, -ίδιον (Kom., Pap., Dsk.); περκάς Adj. f., Attr. von κίχλη, wohl als Fischname (Eratosth.). Denominativa. a. περκάζω, -ομαι, auch m. ὑπο-, ἐπι-, ἐν-, dunkelfleckig werden, zu reifen beginnen, Akt. auch dunkel färben (η 126, Thphr., LXX u.a.); b. περκαίνω, -ομαι (ἐμ-) ib. (E., H.); c. ἀποπερκόομαι dunkel werden, von reifenden Trauben (S. Fr. 255, 6). Dazu περκώματα· τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ποικίλματα H.; nach Krahe IF 58, 225 auch Περκώτη f. Stadt in Mysien. — Daneben 1. mit Schwundstufe: πρακνόν· μέλανα H.; 2. mit andersartiger, wohl sekundarer Hochstufe: πρεκνόν· ποικιλόχροον ἔλαφον H., wozu 3. mit o-Abtönung πρόξ, -κός f. (s. d.) und προκάς f. ‘reh- od. hirschartiges Tier’, Πρόκνη EN "die Nachtigall" oder "Schwalbe", Radke P.-W. 23, 250; 4. mit Dehnstufe πρώξ, -κός f. Tautropfen (s. d.).
Etymology: Die substantivischen πέρκος, πέρκη setzen ein Adj. *περκός voraus, wozu f. περκάς, wie λεῦκος, λεύκη von λευκός, f. λευκάς. Von *περκός auch περκάζω, -αίνω, -όομαι (wie λευκαίνω u.a.). Daneben mit ν-Suffix περκνός wie die synonymen ἐρεμνός, κελαινός u.a. (Chantraine Form. 194; vgl. unten). — Altererbte Wortsippe mit Vertretern in mehreren Sprachen, wobei bes. die vielen Tierbenennungen zu bemerken sind. Zu πρακνόν stimmen bis auf den Auslaut sowohl aind. pŕ̥śni-’gefleckt, bunt’ wie ein germ. Name der Forelle, ahd. forhana (wozu mit l-Suffix das Demin. Forelle), ags. forn(e) f., idg. *pr̥ḱ-n-. Ein hochstufiges Gegenstück bietet der schwed. Fischname färna f., idg. *perḱ-n- wie περκν-ός. Mit *περκός, πέρκος läßt sich ein kelt. Wort identifizieren: mir. erc (kymr. erch) gefleckt, dunkelrot, als Subst. Lachs, Forelle, auch Kuh, Eidechse. — Ein anderer Ableger ist das germ. Wort für bunt, farbig und Farbe in ahd. faro, farawa, idg. *porḱ-u̯ó-; ernstlich in Betracht kommt auch lat. pulc(h)er schön aus *pelc-ro-s od. *polc-ro-s (mit Dissim.); idg. *perḱ-, bzw. *porḱ- od. *pr̥ḱ-. Zur Bildung noch Borgström NTS 16, 141 f. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 45 f., Pok. 820f., W.-Hofmann s. pulc(h)er und 2. porcus. Ält. Lit. auch bei Bq. Vgl. auch πάπραξ.
Page 2,515-516