συγκατατίθημι
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
A deposit together or at the same time, ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ Epigr.Gr.367 (Cotiaeum), cf. Poll.8.157:—Med., Is.6.32.
2 Med., σ. τινὶ τὴν αὐτὴν δόξαν περί τινος (where δόξαν represents ψῆφον) put down the same vote or opinion with another, agree entirely with him, Pl.Grg. 501c: with dat. only, agree with, assent or conform to, ταῖς δόξαις Epicur.Sent. Vat.29; τοῖς παρακαλουμένοις Philipp. ap. D.18.166; ταῖς ἐπιβολαῖς σ. τινί Plb.3.71.5, etc.: σ. ὅτι..agree that... Arist.Top.116a11: abs., assent, Sphaer.Stoic.1.141, Phld.Sign.38, A.D.Pron.49.12, BSA18.140 (Beroea, ii A.D.), etc.: later in Act., -θεῖναι εἴς τι agree to, Porph. VP61, Iamb.VP33.236: cf. συγκατάθεσις.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τίθημι), mit, zugleich, zusammen niedersetzen; med. beistimmen, τινὶ περί τινος, Plat. Gorg. 501 c; Dem. 18, 166; öfter bei Pol., τοῖς λεγομένοις, 3, 98, 11; τῷ ἐγκλήματι, Luc. Eun. 11; Plut. de stoic. repugn. E.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατατίθημι, alleen med. met acc. en dat. samen (met...) neerleggen, tegelijk (met...) deponeren, alleen overdr.: πότερον συγκατατίθεσαι ἡμῖν περὶ τούτων τὴν αὐτὴν δόξαν ἢ ἀντίφῃς; leg je dezelfde mening als wij over deze zaken neer of spreek je ons tegen? Plat. Grg. 501c. met dat. instemmen met.
English (Thayer)
(T WH συνκατατιθημι (cf. σύν, II. at the end)): middle, present participle συγκατατιθεμενος or perfect participle συγκατατεθειμένος (see below); to deposit together with another; middle properly, to deposit one's vote in the urn with another (ψῆφον τιθέναι, hence, to consent to, agree with, vote for: τῇ βουλή καί τῇ πράξει τίνος, L marginal reading T Tr marginal reading WH marginal reading present participle; others have perfect participle). (Plato, Gorgias, p. 501c., Isaeus, Demosthenes, Polybius, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατατίθημι
μέσ. συγκατατίθεμαι
συναινώ, συμφωνώ, αποδέχομαι
αρχ.
καταθέτω μαζί με άλλον, συγκαταθέτω («ἐμαυτὴν συγκατέθηκα τάφῳ», Ελλ. Επιγράμμ.).
Greek Monotonic
συγκατατίθημι: μέλ. -θήσω, εναποθέτω, καταθέτω από κοινού ή ταυτοχρόνως — Μέσ., συγκατατίθημί τινι τὴν αὐτὴν δόξαν, καταθέτω την ίδια άποψη με κάποιον, σε Πλάτ.· κατόπιν, μόνον με δοτ., συμφωνώ, συναινώ με, σε Φίλιππ. παρά Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατίθημι: καταθέτω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, ἐμαυτὸν συγκατέθηκα τάφῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 367, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 157· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖ. 59. 28. 2) Μέσ., σ. τινι τὴν αὐτὴν δόξαν περί τινος (ἔνθα τὸ δόξαν σημαίνει ψῆφον), κατατίθημι τὴν αὐτὴν καὶ ἄλλος τις ψῆφον ἢ γνώμην, συμφωνῶ ἐντελῶς μετά τινος, Πλάτ. Γοργ. 501C. ― ἀκολούθως μετὰ μόνης δοτ., συμφωνῶ, συναινῶ μετά τινος, τοῖς παρακαλουμένοις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 22· ταῖς ἐπιβολαῖς σ. τινὶ Πολύβ. 3. 71, 5, κτλ.· σ. ὅτι..., συμφωνῶ..., Ἀριστ. Τοπ. 3. 1, 1· ― πρβλ. συγκατάθεσις. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 86.
Middle Liddell
fut. -θήσω
to deposit together or at the same time: Mid., ς. τινι τὴν αὐτὴν δόξαν to deliver the same opinion with another, Plat.:—then, with dat. only, to agree with, assent to, Philipp. ap. Dem.
Chinese
原文音譯:sugkatat⋯qemai 尋格-卡他-提帖買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-下-安放
字義溯源:附和,同意,附從;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κατατίθημι)=安放)組成,而 (κατατίθημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἐπινεύω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 附從(1) 路23:51