συνασπίζω
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
A fut. συνασπιῶ Hsch.:—to be a shield-fellow or be a comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.).
II = συνασπιδόω (keep the shields close together, stand in close order), Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16.
III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.
German (Pape)
[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Überh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.
French (Bailly abrégé)
marcher les boucliers serrés l'un contre l'autre.
Étymologie: σύν, ἀσπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνασπίζω [σύν, ἀσπις] aor. συνήσπισα de schilden aaneensluiten; uitbr. zij aan zij vechten. Luc. 28.1. overdr. iemands strijdmakker zijn, samen strijden met, met dat.. Eur. Cycl. 39.
Russian (Dvoretsky)
συνασπίζω: = συνασπιδόω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].
Greek Monotonic
συνασπίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. μάχομαι στο πλάι ή στο πλευρό κάποιου, είμαι συμπολεμιστής του, σε Ευρ.
II. = συνασπιδόω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to be a shield-fellow or comrade, Eur.
II. = συνασπιδόω, Luc.