ἀκάματος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἀκάματον, also η, ον Hes.Th.747, B.5.25, S.Ant.339:—
A without sense of toil, hence,
1 untiring, unresting, in Hom. always epithet of fire, Il.5.4, Od.20.123,al.; ἄνεμοι Emp.111.3; σθένος A. Pers.901; ἅλς B.l.c.; ἀκάματος γῆ earth that never rests from tillage, or inexhaustible, S.l.c.:—neut. ἀκάματα as adverb, Id.El.164(lyr.).
2 not tired, χείρ Hp.Fract.3; ὄμματα B.18.20.
3 metaph., δόξα 12.178; πρόνοια Stoic.1.125.
II Act., indefatigable, tireless, not tiring, Aret.CD2.13. Adv. ἀκαμάτως, in Comp., less painfully, Hp.Mul.1.1:—also ἀκαματεί Hsch. s.v. ἀκμητί. ἀκάμᾰτος S.El.164; but first syllable long in dactylic verse.]
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾱ- en dáctilos; ᾰκᾰμᾰ- A.Fr.204b.3, S.El.164]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Hes.Th.747, B.5.25, S.Ant.339]
I 1infatigable, incansable esp. del fuego πῦρ Il.5.4, 15.598, Od.20.123, Hes.Th.566, Theoc.11.51, πυρὸς μένος Hes.Th.563, πυρὸς ἀκάματον αὐγάν A.l.c., πυρὸς ὁρμή Orph.Fr.31.5, αὐδή Hes.Th.39, γᾶ S.Ant.339, χεῖρες Hes.Th.747, Nonn.D.28.214, πόδες Hes.Th.824, A.R.4.1687, ἄνεμοι Emp.B 111.3, ἅλς B.5.25, del Sol, Ar.Nu.285, σθένος A.Pers.901, μένος A.R.2.275, fig., de una estela sepulcral CEG 108.5 (Eubea V a.C.)
•neutr. plu. como adv. ἀκάματα = infatigablemente S.El.164
•neutr. compar. como adv. sin molestias καταμήνια ἀ. ἀποκαθαίρεται Hp.Mul.1.1.
2 fig. siempre floreciente, en vigor, incesante δόξα B.13.178, ἀκμὴ τῆς γῆς Ph.2.494, πρόνοια Cleanth.Stoic.1.125, πόνος Ph.1.552.
II no cansado χείρ Hp.Fract.3, ὄμματα B.19.20.
III que no cansa (γυμνάσια) Aret.CD 2.13.10.
IV adv. ἀκαμάτως = sin molestias Basil.M.31.640B, ἀ. ἐλάβομεν τὴν χάριν Anon.HE 2.31.1.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
infatigable : ἀκαμάτη γᾶ SOPH la terre qui produit sans se lasser ; adv. • ἀκάματα SOPH sans se lasser.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.
German (Pape)
ον, unermüdlich, Hom. zehnmal, Il. 15.598 ἵνα νηυσὶ κορωνίσι θεσπιδαὲς πῦρ ἐμβάλοι ἀκάματον, als Versende ἀκάματον πῦρ Il. 5.4, 15.731, 16.122, 18.225, 21.13, 341, 23.52, Od. 20.123, 21.181; so Theocr. 11.51; Aesch. σθένος ἀνδρῶν Pers. 869; Soph. θεῶν μῆνες Ant. 603; Adverbial ἀκάματα προσμένειν El. 160; Ar. ὄμμα αἰθέρος ἀκ. σελαγεῖται Nub. 286; γνάθος Nicol. com. Stob. Flor. 14.7 (v. 29); sp.D.; auch Plut. Thes. 6.
Das erste α ist durch den ep. Gebrauch lang geworden; fem. ἀκαμάτη, χεῖρες Hes. Th. 747; γῆ, die unermüdlich Frucht trägt, Soph. Ant. 340; φωνή Sapph. 1 (VI.269); ἐλάται Ap.Rh. 2.661.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάμᾰτος: и 3 (κᾰ)
1 неутомимый (πῦρ Hom., Theocr.; χεῖρες Hes.; σθένος Soph.; ἄνθρωποι Plut.);
2 неистощимый (γῆ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάμᾰτος: [κᾰ-], ον, ὡσαύτως η, ον, Ἡσ. Θ. 747, Σοφ. Ἀντ. 339, ὁ μὴ αἰσθανόμενος κόπωσιν· ὅθεν, 1) ὅμοιον τῷ προηγ. = ἀκούραστος, μὴ ἀναπαυόμενος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθετον τοῦ πυρός, Ἰλ. Ε. 4, Ὀδ. Υ. 123, καὶ ἀλλ., ἄνεμοι, Ἐμπεδ. 464· σθένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 901· ἀκ. γῆ, ἥτις οὐδέποτε ἀναπαύεται, ἀκαταπόνητος ἢ ἀνεξάντλητος, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - οὐδ. ἀκάματα, ὡς ἐπίρρ. παρὰ τῷ αὐτῷ, αὐτόθι Ἠλ. 164. 2) μὴ κεκμηκώς, ὁ οὐχὶ κουρασμένος, Ἱππ. 752D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν κάματον, Ἀρεταῖος Θερ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπίρρ. -τως ἢ -τί, Γραμμ. [ᾰκᾰμᾰτος, Σοφ. Ἠλ. 164, ἀλλ’ ἡ πρώτη συλλ. μακρὰ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις· ἴδε στοιχ. Α α ἐν τέλ.].
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
(Α ἀκάματος, -ον και -ος, -άτη, -ον)
1. ακαταπόνητος, ακούραστος
«ακάματος εργάτης του καλού»
2. ο ακαμάτευτος (Ι)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος
«ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901)
2. που δεν ξεκουράζεται ποτέ, που δεν σταματά να παράγει αγαθά
«Γᾱν, ἄφθιτον, ἀκαμάταν» (Σοφ. Αντ. 339)
3. που δεν προξενεί κάματο, που δεν κουράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κάματος < κάμνω
βλ. ακάμας.
ΠΑΡ. ακαματοσιά, ακαματοσύνη].
(II)
-η, -ο
ο δροσερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κάμα].
Greek Monotonic
ἀκάμᾰτος: [κᾰ], -ον και -η, -ον, αυτός που δεν καταβάλλεται από την κούραση, που δεν αισθάνεται κόπωση· απ' όπου, ακούραστος, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, σε Όμηρ.· ἀκ.γῆ, γη που δεν κουράζεται από το όργωμα ή την καλλιέργεια, ανεξάντλητη, αειφόρος, σε Σοφ.· το ουδ. ἀκάματα ως επίρρ., στον ίδ. (ᾰκᾰμᾰτος, σε Σοφ.· αλλά η πρώτη συλλαβή μακρά στοσ δακτυλικό μέτρο).
Middle Liddell
without sense of toil: hence — untiring, unresting, Hom.; ἀκ. γῆ earth that never rests from tillage, Soph.:—neut. ἀκάματα, as adv., Soph. ἀκάματος, Soph.; but ἀ¯κάματος in dactylics.]
English (Autenrieth)
Léxico de magia
-ον incansable gener. de Helios Ἥλιε, ..., εἰς ὃν τὰ πάντα χωρεῖ, ἀφ' οὗ καὶ ἐγένετο, ἀκάματε Helios, al que todo se dirige y de quien todo nació, incansable P VII 531 ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ πατροπαράδοτος θεός, ἀ. porque yo soy el dios transmitido por vuestros padres, el incansable P XXXIII 24 del fuego o la luz como símbolo de Helios Ἥλιε χρυσόκομα, διέπων φλογὸς ἀκάματον πῦρ Helios de aúrea cabellera, que manejas el fuego incansable de la llama P IV 437 P IV 1958 P VIII 75
Translations
indefatigable
Arabic: لَا يَتْعَبُ; Armenian: անխոնջ, չհոգնող; Belarusian: нястомны; Bulgarian: неуморен; Chinese Mandarin: 不倦; Czech: neúnavný; Danish: utrættelig; Dutch: onvermoeibaar, onvermoeid; Finnish: uupumaton, väsymätön; French: infatigable; German: unermüdlich; Greek: ακούραστος; Ancient Greek: ἀκάματος, ἄτρυτος; Hebrew: לא מתעיף; Hungarian: fáradhatatlan, kitartó; Irish: dochloíte, dosháraithe, dothraochta, dothuirsithe; Italian: infaticabile; Macedonian: неуморен, безуморен; Maori: pikoni; Norwegian: utrøttelig; Portuguese: infatigável; Russian: неутомимый, неустанный, упорный; Scottish Gaelic: do-shàrachaidh; Spanish: incansable, infatigable; Swedish: outtröttlig; Tocharian B: ekwalatte; Ukrainian: невтомний, неослабний
tireless
Armenian: անդուլ; Azerbaijani: yorulmaz; Bulgarian: неуморен; Catalan: incansable; Chinese Mandarin: 不倦, 不知疲倦的; Dutch: onvermoeibaar; Esperanto: nelacigebla; Finnish: väsymätön, uupumaton; French: inlassable; Galician: incansable, incansábel; German: unermüdlich; Greek: ακούραστος; Ancient Greek: ἀκοπίατος, ἀκοπίαστος, ἄοκνος, ἀκάματος, ἄτρυτος, ἄκοπος; Italian: instancabile; Japanese: 疲れを知らない; Macedonian: неуморен, безуморен; Polish: niestrudzony, niezmordowany; Portuguese: incansável; Russian: неутомимый, неустанный, безустанный; Sanskrit: अरमति; Spanish: incansable, infatigable; Tocharian B: ekwalatte; Ukrainian: невтомний