ἀποκόπτω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A cut off, hew off, freq. in Hom., of men's limbs, κάρη ἀπέκοψε Il.11.261; ἀπό τ' αὐχένα κόψας ib.146, al.; in Prose, χεῖρας ἀ. Hdt.6.91, etc.; ἀγκύρας X.HG1.6.21; γεφύρας Plu.Nic.26; amputate, Archig. ap. Orib.47.13.2; νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Il.9.241; ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός Od.10.127; ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον he cut loose the trace-horse, Il.16.474:—Pass., ἀποκεκόψονται, of buds, will be cut off, Ar.Nu.1125, cf. M.Ant.11.8; ἀ. τὴν χεῖρα have it cut off, Hdt.6.114; ἀ.τὰ γεννητικά, of eunuchs, Ph.1.89: abs., ἀποκεκομμένος eunuch, LXXDe.23.1, cf.Luc.Eun.8:—Med., make oneself a eunuch, Ep.Gal.5.12, cf. Arr.Epict.2.20.19.    2 metaph., ἀπ' ἐλπίδα φημὶ κεκόφθαι ναυτιλίης νόστου τε A.R.4.1272, cf. Plb.3.63.8; ἔλεον D.S.13.23; ἀ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης decide summarily, Alciphr.1.8; also ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plu.Pyrrh.2; διὰ τὸ μὴ ἀποκόπτειν τὴν πολυχρόνιον ζωήν exclude from the reckoning, despair of, Phld.Herc.1251.22; reject, exclude, Id.Sign.7, D.3.13:—Med., dub.in Phld.Mort.23.    3 esp. of voice or breath, cut short, τὸν τοῦ πνεύματος τόνον D.H.Comp.14, cf. 22:—Pass., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνή Plu.Dem.25, cf. Dsc.Eup.1.85.    4 of literary periods or phrases, bring to an abrupt close, δεῖ τῆ μακρᾶ -κόπτεσθαι Arist.Rh. 1409a19, cf. Demetr.Eloc.18,238.    5 Gramm., in Pass., to be cut short by ἀποκοπή (q.v.), Eust.487.10, EM609.54.    6 abstract an idea or word from its context, τὸ ἀγαθὸς ἀποκοπέν Anon.in SE57.31.    II ἀ. τινὰ ἀπὸ τόπου beat off from a strong place, of soldiers, X.An.3.4.39, 4.2.10.    III Med., smite the breast in mourning: c. acc., mourn for, νεκρόν E.Tr.628.

German (Pape)

[Seite 308] 1) abhauen, abschneiden, Hom. öfter, von Theilen des menschl. od. thier. Leibes Iliad. 11, 261 Od. 3, 449 u. sonst; παρήορον, die Stränge des Handpferdes, Il. 16, 474; πείσματα νεός Od. 10, 127; ἄγκυραν Xen. Hell. 1, 6, 25, den Anker kappen; νηῶν κόρυμβα Iliad. 9, 241; ῥοπάλου ὅσον τ' ὄργυιαν Od. 9, 325; κόμην ἐλαίης Od. 23, 195; vgl. Ar. Nubb. 1109; γέφυραν, eine Brücke abbrechen, Plut. Nic. 26; ἀποκοπεισῶν ἐλπίδων Pol. 23, 2; vgl. 3, 63; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. Pyrrh. 2; ἀποκόπτομαι τὴν χεῖρα, τὸν αὐχένα, mir wird der Hals, die Hand abgehauen, Plut. Caes. 16; D. Hal. 3, 58; ἀποκέκοπταί μοι ἡ φωνή Plut. Dem. 25, die Stimme ist mir gehemmt; δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι, mit einer Länge aufhören, Arist. rhet. 3, 8. – 2) herunterschlagen, treiben, τινὰ ἀπό τινος, von etwas, Xen. An. 3, 4, 39. – 3) Med., sich aus Trauer über Jem. schlagen, Jem. betrauern, νεκρόν Eur. Tr. 644.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκόπτω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτω ὡς καὶ νῦν, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κάρη ἀπέκοψε Ἰλ. Λ. 261· ἀπό τ’ αὐχένα κόψας αὐτόθι 146, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, χεῖρας ἀπ. Ἡρόδ. 6. 91 κτλ.· ὡσαύτως, νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Ἰλ. Ι. 241· ἀπὸ πείσματ’ ἔκoψα νεὸς Ὀδ. Κ. 127· ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον, ἀπέκοψε καὶ ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν παρατρέχοντα ἵππον, Ἰλ. Π. 474: - Παθ., ἀποκεκόψονται, ἐπὶ καλύκων ἢ ὀφθαλμῶν φυτοῦ, θὰ ἀποκοπῶσιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1125· ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Ἡρόδ. 6. 114· ἀπ. τὰ γεννητικά, ἐπὶ εὐνούχων, Φίλων 1. 89· καὶ οὕτως, ἀπολύτ., Λουκ. Εὐν. 8· καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 19. 2) μεταφ., ἀπ. ἐλπίδα, ἔλεον, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1272, Πολύβ. 3. 63, 8, Διόδ. 13. 23· ἀπ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης, ἀποφασίζω ἐσπευσμένως, Ἀλκίφρ. 1. 8. ΙΙ. παρὰ Ξεν., ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου, ἀποδιώκω βιαίως ἀπὸ ἰσχυρᾶς θέσεως, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀν. 3. 4, 39., 4. 2, 10· πρβλ. ἀποκρούω. ΙΙΙ. Μέσ. κτυπῶ, πλήττω τὸ στῆθος ἐν θρήνοις, κόπτομαι, μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623· πρβλ. κόπτω ΙΙ. 2) παύομαι λέγων, τελειώνω τὸν λόγον, ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6: - Παθ., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνὴ Πλουτ. Δημοσθ. 25. 3) παρὰ γραμμ. παθ. πάσχω ἀποκοπὴν Εὐστ. 487. 10.

French (Bailly abrégé)

détacher en coupant, couper : κάρη IL, αὐχένα IL, χεῖρας HDT couper la tête, le cou, les mains ; γεφύραν PLUT couper un pont ; p. anal. ou fig. ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου XÉN couper qqn d’un lieu (un corps de troupes d’une place forte, etc.) ; ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς PLUT la voix s’étant arrêtée dans son gosier ; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος PLUT voir son espérance brisée.
Étymologie: ἀπό, κόπτω.

English (Autenrieth)

fut. inf. ἀποκοψέμεν, aor. ἀπέκοψα: chop off, cut off; παρήορον, ‘cut loose’ the out-running horse (cf. Il. 8.87), Il. 16.474.

Spanish (DGE)

I de obj., miembros, palabras
1 cortar
a) c. indic. del obj. separado, en gener. νηῶν ... ἄκρα κόρυμβα Il.9.241, de miembros humanos κάρη Il.11.261, χεῖρας Hdt.6.91, 114, D.S.17.20, μέλη Sext.Sent.273
en medic. amputar en v. pas. κατὰ τὰ ἄρθρα Hp.Art.68, ὀστέον Hp.Coac.495, τὰ τῆς φυσικῆς δέσεως λυόμενα Archig. en Orib.47.13.2, cf. Gal.8.370, 11.327
de plantas y árboles tronchar, podar en v. pas., Ar.Nu.1125, κλάδος τοῦ προσεχοῦς κλάδου ἀποκοπείς Marc.Ant.11.8
c. ac. de pers. castrar ἑαυτὸν ἀπέκοψε Ath.Al.Fug.26.3, en v. pas. ὄφελον καὶ ἀποκόψονται οἱ ἀναστατοῦντες ὑμᾶς Ep.Gal.5.12, ἀποκεκομμένος eunuco LXX De.23.2, Ph.1.89, Luc.Eun.8, Arr.Epict.2.20.19;
b) c. indic. del obj. donde se da el corte, en gener. cortar en tm. ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός Od.10.127, τὰ ἐν τῷ ἑνὶ κόσμῳ οὐδὲ ἀποκέκοπταί πελέκει Anaxag.B 8, ἀγκύρας X.HG 1.6.21, γεφύρας Plu.Nic.26, ὀχετούς Plu.2.487f, τὰ σχοινία τῆς σκάφης Act.Ap.21.32, κάλωας Nonn.D.39.311
de miembros humanos, en tm. αὐχένα Il.11.146.
2 dejar libre cortando παρήορον Il.16.474.
3 gram. apocopar νῶϊ y σφῶϊ en νώ y σφώ EM 609.54G., cf. Eust.487.10
sacar una palabra del contexto, Anon.in SE 57.31
métr. concluir, cerrar el verso, en v. pas. δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Arist.Rh.1409a19
ret. cortar abruptamente en v. pas. περίοδος ... ἀποκεκομμένη período que termina abruptamente Demetr.Eloc.18, cf. 238.
II 1de pers. expulsar violentamente τούτους (πολεμίους) X.An.3.4.39, cf. en v. pas. X.An.4.2.10.
2 de abstr. hacer cesar τὸν τοῦ πνεύματος ... τόνον D.H.Comp.14.9 (var.), τὸν ἦχον D.H.Comp.22.37
destituir ληγάτον PMasp.151.299 (VI d.C.)
reducir, disminuir τοῦ ἀρχαίου ... οὐθέν Arist.Oec.1348b25.
3 fig. eliminar, excluir εὐελπιστίαν Epicur.Sent.Vat.[6] 39.3, τὸ ἔλεος LXX Ps.76.9, D.S.13.23, c. gen. τῆς γνώμης ... τὸ ἀμφίβολον Alciphr.1.8.4, ἵνα μὴ θεότητος ἑαυτοὺς ἀποκόψωσι Didym.Eun.M.29.724A
excomulgar ὅλας ἐκκλησίας Eus.HE 5.24.11
en v. pas. ἐλπίδα ... ναυτιλίης νόστου τε A.R.4.1272, cf. Plb.3.63.8
negar, rechazar c. complet. de inf., Phld.Sign.7.30
desesperar de τὴν πολυχρόνιον ζωήν Phld.Herc.1251.22.9, en v. pas. ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος perder la esperanza Plu.Pyrrh.2.
III en v. med.-pas.
1 abs. golpearse (el pecho) νεκρόν por un muerto e.d. llorarle E.Tr.627
ὁ Ἀποκοπτόμενος El que se golpea en señal de duelo, tít. de una comedia de Alexis, Ath.562d.
2 quedarse, perderse φωνή Plu.Dem.25, de pers. c. ac. τὴν φωνήν perder la voz Dsc.Eup.1.85.
3 quedarse atrás, perder la pista, distanciarse de pers. ἐπὶ τῶν ἰχνευόντων λέγεται ὅταν μὴ εὕρωσιν Hsch., cf. Herm.Sim.9.9.2, AB 428.

English (Strong)

from ἀπό and κόπτω; to amputate; reflexively (by irony) to mutilate (the privy parts): cut off. Compare κατατομή.

English (Thayer)

1st aorist ἀπεκοψα; future middle ἀποκόψομαι; to cut off, amputate: ὄφελον καί ἀποκόψονται I would that they (who urge the necessity of circumcision would not only circumcise themselves, but) would even mutilate themselves (or cut off their privy parts), ἀποκόπτεσθαι occurs in this sense in Philo de alleg. leg. 3:3; de vict. off. § 13; cf. de spec. legg. i. § 7); Epictetus diss. 2,20, 19; Lucian, Eun. 8; (Dion Cass. 79,11; Diodorus Siculus 3,31), and other passages quoted by Wetstein (1752) at the passage (and Sophocles Lexicon under the word). Others incorrectly: I would that they would cut themselves off from the society of Christians, quit it altogether; (cf. Meyer and Lightfoot at the passage).

Greek Monolingual

κ. -κόβω κ. -κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω)
1. κόβω εντελώς, πέρα-πέρα
2. απομακρύνω
3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω
4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή
μσν.- νεοελλ.
1. εμποδίζω
2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω
3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος
4. (για το γάλα του θηλασμού) σταματώ
5. αποτιμώ
μσν.
1. κατασφάζω
2. σταματώ κάτι
αρχ.
Ι. ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. θρηνώ χτυπώντας το στήθος με τα χέρια
2. (για περιόδους του λόγου) τερματίζομαι απότομα
3. φρ. «ἀποκόπτομαι τὰ γεννητικά» — ευνουχίζομαι
5. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀποκεκομμένος
ο ευνούχος.