ιστορία
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱστορία, Α και ιων. τ. ίστορίη)
εξιστόρηση, αφήγηση, κυρίως γραπτή, γεγονότων τα οποία αφορούν σε πρόσωπα, έθνη, χώρες ή ορισμένες περιόδους του βίου τών λαών («ιστορία του Βυζαντίου»)
νεοελλ.
1. η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και την ερμηνεία τών ιστορικών γεγονότων
2. το μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία σχετικά με το παρελθόν και τον βίο τών λαών
3. το σχετικό σύγγραμμα
4. διήγηση ενός επεισοδίου που αφορά ένα άτομο, εξιστόρηση του παρελθόντος κάποιου («πες μας την ιστορία σου»)
5. γεγονός, πρόβλημα, υπόθεση συνήθως δυσάρεστη και ενοχλητική (α. «είναι παλιά ιστορία» β. «μού δημιουργεί κάθε μέρα ιστορίες» γ. «αυτή η αρρώστια μού δημιούργησε ιστορίες»)
6. πλαστή διήγηση, μύθος, παραμύθι
7. φρ. α) «φυσική ιστορία» — οι φυσιογνωστικές επιστήμες
β) «ἱερά ιστορία» — η γνώση τών γεγονότων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
γ) «φιλοσοφία της ιστορίας» — η έρευνα τών νόμων που διέπουν τα ιστορικά γεγονότα
μσν.
1. ιστορική συνέχεια, παράδοση
2. ζωγραφιά, εικόνα
(μσν.- αρχ.)
1. έρευνα, εξέταση
2. γνώση, πληροφορία που αποκτήθηκε από έρευνα
3. η ιστορική, η κατά γράμμα έννοια της Αγίας Γραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴστωρ ή ἵστωρ. Η σημασία του τελευταίου «γνώστης αυτόπτης ή αυτήκοος» έδωσε και την αρχική σημασία του ιστορία «έρευνα, πληροφόρηση», που εξελίχθηκε κατόπιν στη σημασία «αφήγηση γεγονότων, πραγματικών ή φανταστικών» και, τέλος, στη σημασία «επιστημονική και αντικειμενική καταγραφή και κριτική τών πραγματικών γεγονότων και συμβάντων».
ΠΑΡ. ιστορικός
μσν.
ιστοριάζω, ιστοριώδης.
ΣΥΝΘ. ιστοριογραφία, ιστοριογραφικός, ιστοριογράφος, ιστοριογραφώ)
αρχ.
ιστοριογραφεύς
νεοελλ.
ιστοριοδίφης, ιστοριοκρατία].