οἰκίζω
English (LSJ)
fut. A -ιῶ Th.1.100, 6.23 : aor. ᾤκισα; Ion. οἴκισα Hdt.5.42; poet. ᾤκισσα Pi.I.8(7).22: pf. ᾤκικα (συν-) Str.12.3.10 : plpf. ᾠκίκειν App.Hisp.100, BC2.26 :—Med., fut. οἰκιοῦμαι E.Heracl.46 (corrupt in X.HG1.6.32): aor. ᾠκισάμην (κατ-) Th.2.102, Isoc.19.23 :—Pass., fut. οἰκισθήσομαι D.5.10, App. BC2.139 : aor. ᾠκίσθην Th.6.5, Pl.Ti.72d : pf. ᾤκισμαι E.Hec.2; Ion. οἴ. Hdt.4.12 (as v. l.): I c. acc.rei, found as a colony or new settlement, Ar.Av.172, Th.6.4, etc.; ἀπ' ἄλλης πόλεος οἰ. πόλιν E.Fr.360.11 codd. (leg. -ήσῃ) :—Pass., Pl.R.403b, X.An.5.3.7; πόλις οἴκισται ἐν… v.l. in Hdt.4.12, cf. 2.44. 2 people with new settlers, colonize, χῶρον, χώρην, Id.5.42, 7.143; νήσους v. l. in Th.1.8: c. gen. pers., τὴν πόλιν… ξυμμείκτων ἀνθρώπων οἰκίσας having colonized it with… Id.6.4:—Med., ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα we shall make ourselves a fenced home, E.Heracl.46, cf. Tr.435. II c. acc. pers., settle, plant as a colonist or inhabitant, Pi. l.c.; remove, transplant, ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα, E.IA670,IT30 : metaph., τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε brought him from high to low estate, Id.Heracl.613 (lyr.) :— Pass., settle as a colonist, fix one's habitation in a place, Τυδεὺς… ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται S.Fr.799.4, cf. E.Hec.2, Pl.Phd.114c, etc. III intr., = οἰκέω, Herod.3.12, Hsch.; οἰκίδδειν· καθῆσθαι, Id. (οἰκιδεῖν cod.).
German (Pape)
[Seite 301] ein Haus bauen, gründen; Αἰγύπτῳ ᾤκισεν ἄστη, Pind. N. 10, 5; τὰν παρὰ Δίρκᾳ πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα, I. 7, 20; πόλιν, Ar. Av. 172; ἵν' ᾅδης ᾤκισται, Eur. Hec. 2; ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, Soph. O. C. 781; von Menschen, sie ansiedeln, ἦ πού μ' ἐς ἄλλα δώματ' οἰκίζεις, Eur. I. A. 670; Ion 915; ἐς χθόνα, I. T. 30; er braucht auch das med., ὅπη γῆς πύργον οἰκιούμεθα, Heracl. 46, für uns; – χώρην, Her. 7, 143; νῆσον, Thuc. 1, 98; πόλιν, Plat. Rep. V, 470 e u. öfter; περὶ τὴν ᾠκισμένην αὐτῷ πόλιν, Legg. VI, 769 e; med., sich ansiedeln, wohnen, Conv. 195 c; ἐπὶ τῆς γῆς οἰκιζόμενοι, Phaed. 114 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκίζω: μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται ἀναγκαῖον)· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., ἱδρύω ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· ὡσαύτως, οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) κατοικίζω διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· μετὰ γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον μέρος γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. Ἡρακλ. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· μεταφέρω, ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. Ἡρακλ. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι μέρος, ὑπάγω που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «ἦθος πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».
French (Bailly abrégé)
impf. ᾤκιζον, f. att. οἰκιῶ, ao. ᾤκισα, pf. ᾤκικα;
Pass. f. οἰκισθήσομαι, ao. ᾠκίσθην, pf. ᾤκισμαι;
I. établir dans une demeure, installer τινά, qqn;
II. établir une habitation :
1 fonder, bâtir ; Pass. être bâti;
2 coloniser;
Moy. οἰκίζομαι (f. att. οἰκιοῦμαι) s’établir, particul. comme colon ; demeurer, résider.
Étymologie: οἶκος.
English (Slater)
οἰκίζω
1 settle (Ζεύς)· ὃ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)
Greek Monolingual
(Α οἰκίζω) οίκος
κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία
αρχ.
1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους
2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή («Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται», Σοφ.)
3. οικώ, κατοικώ
4. μτφ. μεταφέρω κάποιον ή κάτι («τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχύν ᾤκισε», Ευρ.).
Greek Monotonic
οἰκίζω: Αττ. μέλ. οἰκιῶ, αόρ. αʹ ᾤκισα, Ιων. οἴκισα, ποιητ. ᾤκισσα· παρακ. ᾤκικα — Μέσ., μέλ. οἰκιοῦμαι, αόρ. αʹ ᾠκισάμην — Παθ., μέλ. οἰκισθήσομαι, αόρ. αʹ ᾠκίσθην, παρακ. ᾤκισμαι, Ιων. οἴκισμαι·
I. 1. με αιτ. πράγμ., ιδρύω αποικία ή δημιουργώ νέο συνοικισμό, πόλιν, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., πόλις οἴκισται, σε Ηρόδ.
2. ενισχύω τον πληθυσμό με νέους εποίκους, εποικώ, χώρην, στον ίδ.· νήσους, σε Θουκ. — Μέσ., ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα, σε ποιο μέρος του κόσμου θα βρούμε ασφαλή κατοικία, σε Ευρ.
II. με αιτ. προσ., εγκαθιστώ, στον ίδ.· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, τον κατέβασε από τα ψηλά στα χαμηλά, σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι σ' έναν τόπο, στον ίδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκίζω: (ион. aor. οἴκισα)
1) основывать, строить (πόλιν Her., Plut.);
2) заселять, колонизовать (χώρην Her.; νήσους Thuc., Arst.);
3) селить, поселять Pind.: ἐν Ἄργει οἰκίζεσθαι Soph. жить (в качестве приезжего) в Аргосе;
4) переселять, перемещать (εἰς ἄλλα δώματα Eur.): τινὰ ἀφ᾽ ὑψηλῶν βραχὺν οἰ. Eur. низвергнуть кого-л. с высоты, т. е. лишить кого-л. былого могущества.
Middle Liddell
I. c. acc. rei, to found as a colony or new settlement, πόλιν Hdt., Ar., etc.:— Pass., πόλις οἴκισται Hdt.
2. to people with new settlers, colonise, χώρην Hdt.; νήσους Thuc.:—Mid. ὅπη γῆς πύργον οἰκιούμεθα in what part of the world we shall make ourselves a fenced home, Eur.
II. c. acc. pers. to remove, transplant, Eur.; metaph., τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ὤικισεν brought him from high to low estate, Eur.:—Pass. to settle in a place, Eur., Plat.