εὐσεβής
English (LSJ)
ές (dat. pl. -A σεβέοις IG5(1).1390.5 (Andania)), (σέβω) pious, religious, opp. δυσσεβής (q.v.), Thgn.1141, Hdt.2.141, Pi.O.3.41; τρόπος Ar.Ra. 457 (lyr.): not common in early Prose, Gorg.Fr.6D., Pl.Phlb.39e; dutiful, esp. discharging sacred duties, πρός or ἔς τινα, A.Supp.340, E. El.253; ἀνὴρ εὐσεβής (v.l. εὐλαβής) κατὰ τὸν νόμον Act.Ap.22.12; εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν θεόν ib.10.2: c.acc. modi, εὐσεβεστέρα χεῖρα more righteous in act, A.Ch.141; εὐσεβεῖς κἀξ εὐσεβῶν βλαστόντας S.El.589; ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος, of a place in the nether world, Pl.Ax.371c; ἐν εὐσεβέων (sc. χώρῳ) Call.Epigr.12, cf. Sammelb.2048 (ii b.c.). b Astrol., αἱ τῶν εὐσεβῶν μοῖραι Cat.Cod.Astr.8(4).227. 2 as epithet of Emperors, = Pius, IGRom.3.91 (iii A.D.), al., PGrenf.1.49.28 (iii A.D.), PHamb.1.13.2 (iii A.D.), etc.; especially of Antoninus Pius, IGRom.3.1293, al. b of taxes, etc., due to the Emperor, BGU917.15 (iv A.D.), etc. 3 metaph., of a piece of land, dutiful, i.e. productive, ἀγρὸν εὐσεβέστερον γεωργεῖν οὐδ' ἕνα οἶμαι Men.Georg.35. II ofacts, things, etc., holy, sacred, ταῦτά μοὐστὶν εὐσεβῆ θεῶν πάρα A.Ch.122; εὐσεβὲς χρηστήριον E.El.1272; ἐν εὐσεβεῖ [ἐστι] c.inf., Id.Hel.1277; τὸ εὐσεβές = εὐσέβεια, S.OC1125, E.Tr.43; τὸ ὑμέτερον εὐσεβές Antipho 5.96; τοὐμὸν εὐσεβές E.Hipp.656; τιτῶν ἐν ἀνθρώποις εὐσεβῶν παραβαίνειν Philipp. ap. D.18.157. III Adv. εὐσεβέως, Att. εὐσεβῶς, Pi.O.6.79, etc.; εὐσεβῶς ἔχει, for εὐσεβές ἐστι, S.OT1431, D.19.212: Comp. εὐσεβέστερον X.Mem. 4.3.16: Sup. εὐσεβέστατα Isoc.4.33.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβής: -ές, (σέβω) Λατ. pius, ὡς καὶ νῦν, θρῆσκος, εὐλαβής, ὅσιος, ἀντίθετον τῷ δυσσεβὴς (ὃ ἴδε), Θέογν. 1137, Ἡρόδ. 2. 141, Πινδ. Ο. 3. 73, καὶ Ἀττ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φιλ. 39Ε: πιστὸς εἰς τὰ ἑαυτοῦ καθήκοντα, ἰδίως ἐκπληρῶν ἱερὰ καθήκοντα, πρὸς ἢ ἔς τινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 339, Εὐρ. Ἠλ. 253
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 pieux, qui marque des sentiments de piété (religieuse ou filiale, etc.) ; τὸ εὐσεβές la piété;
2 p. ext. innocent, irréprochable en gén;
Cp. εὐσεβέστερος, Sp. εὐσεβέστατος.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.
English (Slater)
εὐσεβής
1 dutiful, pious εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντας μακάρων τελετάς (O. 3.41) “Πηλέι ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) adv., -έως. έως, ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως (O. 6.79)
Spanish
English (Strong)
from εὖ and σέβομαι; well-reverent, i.e. pious: devout, godly.
English (Thayer)
ἐυσεβες (εὖ and σέβομαι), pious, dutiful (toward God (A. V. devout, godly); εὐσεβέω): R G; Theognis), Pindar, Tragg., Aristophanes, Plato, others; thrice in the Sept. for נָדִיב noble, generous, צַדִּיק, 1st century B.C.?)) (Cf. Trench, § xlviii.)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσεβής, -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)
1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος
2. εκείνος που τον διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)
3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται φανερά και είναι πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν
μσν.-αρχ.
1. άγιος, ιερός («θρησκεία εὐσεβὴς και θεία»)
2. επίθετο, τιμητική προσφώνηση αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη βασίλισσα...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)
3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσεβές
η ευσέβεια
αρχ.
1. δίκαιος
2. (για αγρό) εύφορος
3. φρ. α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος» — ο κάτω κόσμος, ο Αδης
β) «φόρος ευσεβής» — φόρος που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
επίρρ...
ευσεβώς (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)
με ευσέβεια, με σεβασμό προς τον θεό
μσν.-αρχ.
1. ορθά, σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν ἔργον εἶναι τῶν γεωργῶν ἀλλ' ἔργον τοῦ Θεοῡ»)
2. σύμφωνα με την ορθόδοξο πίστη («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σεβής (< σέβας), πρβλ. ασεβής, θεοσεβής. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και κυρίως στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς τα θεία].
Greek Monotonic
εὐσεβής: -ές (σέβω), Λατ. pius·
I. ευλαβής, θρήσκος, θεοσεβής, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· εὐσεβὴς χεῖρα, δίκαιος στην πράξη, στα έργα, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., άγιος, καθαγιασμένος, ιερός, θρησκευτικός, στον ίδ., σε Ευρ.· εὐσεβές (ἐστι), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = εὐσέβεια, σε Σοφ. κ.λπ.
III. επίρρ. εὐσεβέως, Αττ. -βῶς, σε Πίνδ. κ.λπ.· εὐσεβῶς ἔχει αντί εὐσεβές ἐστι, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσεβής:
1) благочестивый, набожный Pind., Trag., Her., Plat.: εὐ. χεῖρα Aesch. праведный в (своих) деяниях; εὐσερεῖς ἐξ εὐσεβῶν Soph. праведные (дети) праведных (родителей), т. е. законные дети; ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος Plat. место праведных (в царстве теней);
2) почтительный (πρός τινα Aesch. и εἴς τινα Eur.);
3) священный (χρηστήριον Eur.).
Middle Liddell
εὐ-σεβής, ές σέβω
I. Lat. pius, pious, religious, Theogn., Hdt., attic; εὐσεβὴς χεῖρα righteous in act, Aesch.
II. of acts, things, etc., holy, hallowed, held sacred, Aesch., Eur.:— εὐσεβές [ἐστι], c. inf., Anth.; so, ἐν εὐσεβεῖ [ἐστι] Eur.:— τὸ εὐς. =εὐσέβεια, Soph., etc.
III. adv. εὐσεβέως, attic -βῶς, Pind., etc.; εὐσεβῶς ἔχει, for εὐσεβές ἐστι, Soph.:—comp. -έστερον, Xen.: Sup. -έστατα, Isocr.
Chinese
原文音譯:eÙseb»j 由-些卑士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:好-敬虔的
字義溯源:好⋯敬虔的,敬虔的,虔敬的,虔誠的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(σέβω)*=敬虔)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)。參讀 (εὐλαβής)同義字
出現次數:總共(3);徒(2);彼後(1)
譯字彙編:
1) 虔誠(2) 徒10:2; 徒10:7;
2) 敬虔的人(1) 彼後2:9