θίασος
English (LSJ)
(proparox.), ὁ, A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra.156, etc.; θ. ἄγειν E.Ba.115 (lyr.); τοὺς… θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260, cf. Ath. 5.185c, 8.362e. 2 religious guild, confraternity, IG2.986,1663,22.1177, SIG1044.45 (Halic.), etc. II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., Κενταύρων E.IA1059; ἡλίκων Id.IT1146; Μουσῶν Ar.Th.41; ἐνόπλιος θίασος = of warriors, E.Ph.796; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt.303d; τοῦ σοῦ θιάσου = of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασος Plu.Ant.24. III feast, banquet, Id.2.301f, Cleom.34.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ (vielleicht von θεῖος, θειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆθος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους θίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀθροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.
Greek (Liddell-Scott)
θίᾰσος: ὁ, (ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― ὅμιλος, συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: ἐνίοτε φαίνεται ὅτι ὁ θίασος ἦτο ὡς εἶδος θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) καθόλου, μερίς, ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· εὔοπλος θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ συμπόσιον τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ σημασία τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, θυιάς· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. φυτεύω φιτεύω, δρῦς δρία, ὑπερφαὴς ὑπερφίαλος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. thiase :
1 troupe de gens célébrant un sacrifice en l'honneur d'un dieu (particul. Bacchus) et parcourant les rues en dansant, chantant et criant;
2 p. ext. troupe bruyante, troupe : τοῦ σοῦ θιάσου XÉN de ta compagnie;
II. la fête elle-même (danse, festin, etc.).
Étymologie: DELG pê thraco-phrygien ou crétois.
Greek Monolingual
ο (Α θίασος)
νεοελλ.
όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το σύνολο τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό έργο
αρχ.
1. όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, ιδίως προς τιμήν του Βάκχου
2. επιγρ. θρησκευτικό σωματείο, όμιλος, αδελφότητα
3. ομάδα ανθρώπων, πλήθος, συντροφιά
4. εταιρεία («τοῦ σοῦ θιάσου», Ξεν.)
5. διασκέδαση με παρέα, γιορτή, πανήγυρη, συμπόσιο
6. φρ. «ἐνόπλιος θίασος» — ομάδα πολεμιστών, Ευρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε σχέση με τη διονυσιακή λατρεία και εμφανίζει την ίδια κατάλ. -σος με τη λ. θύρ-σος, που ήταν ραβδί τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως έμβλημα του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί δάνειο, πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θιασώτης
αρχ.
θιασεύω, θιασίτης, θιασώδης, θιασώνες.
ΣΥΝΘ. θιασάρχης.
Greek Monotonic
θίᾰσος: ὁ,
1. εύθυμη ομάδα ή κομπανία που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, ιδίως προς τιμή του θεού Βακχού, συντροφιά γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
2. γενικά, κάθε ομάδα ανθρώπων, συντροφιά, πλήθος, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θίᾰσος: ὁ
1) торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха: θίασοι τρεῖς γυναικείων χορῶν Eur. три вакхических женских хоровода;
2) группа, сонм, сборище (Μουσῶν Arph.; ἡλίκων Eur.);
3) шумная толпа (Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.): θ. εὔοπλος Eur. вооруженное до зубов полчище;
4) празднество, пирушка Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: Bacchic revel, rout; company (ion. att.).
Derivatives: θιασώτης participant of a θ. (IA), f. -ῶτις (Opp.), with -ωτικός; also θιασίτης id. (Ion. hell. inscr.; like τεχνίτης, ὁπλίτης a. o., Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 2) with -ιτικός; θιασώδης θ.-like, belonging to a θ. (Nonn.); θιασῶνες οἶκοι, ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι H. Denomin. verbs: 1. θιασεύω introduce in a θ., participate in a θ. (E., Str.) with θιασεία (Procl.); 2. backformation θιάζω in ἐξεθίαζε χορείας ἐπετέλει; ἐπεθίαζεν ἐχόρευεν, aor. θιάσαι χορεῦσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formed like θύρσος a. o. (Schwyzer 516), as expression of the Dionysiac religion suspect of foreign (Thracian-Phrygian?) origin (Debrunner Eberts Reallex. 4: 2, 526 w.n.); originally no doubt Anatolian = Pre-Greek? Other unsuccesful interpretations from Indo-European in Bq.
Middle Liddell
θίᾰσος, ὁ,
1. a band or company marching through the streets with dance and song, especially in honour of Bacchus, a band of revellers, Hdt., Eur., etc.
2. generally, any party, company, troop, Eur., Xen.
Frisk Etymology German
θίασος: {thíasos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Festschwarm der Bacchanten, kultische Versammlung im allg.’ (ion. att.).
Derivative: Davon θιασώτης ‘Teilnehmer eines θ.’ (ion. att.), f. -ῶτις (Opp.), mit -ωτικός; auch θιασίτης ib. (ion. hell. Inschr.; wie τεχνίτης, ὁπλίτης u. a., Fraenkel Nom. ag. 2, 128 A. 2) mit -ιτικός; θιασώδης ‘θ.-artig, zu einem θ. gehörig’ (Nonn.); θιασῶνες· οἶκοι, ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι H. Denominative Verba: 1. θιασεύω ‘in einen θ. einführen, an einem θ. teilnehmen’ (E., Str. u. a.) mit θιασεία (Prokl.); 2. Rückbildung θιάζω in ἐξεθίαζε· χορείας ἐπετέλει, ἐπεθίαζεν· ἐχόρευεν, Aor. θιάσαι· χορεῦσαι H.
Etymology: Wie θύρσος u. a. gebildet (Schwyzer 516), schon als Ausdruck der dionysischen Religion fremder (thrakisch-phrygischer?) Herkunft stark verdächtig (Debrunner Eberts Reallex. 4: 2, 526 u. A.). Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 90f.; andere vergebliche Deutungsversuche aus dem Indogermanischen sind bei Bq notiert.
Page 1,674