ποτίζω

Revision as of 15:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

Att. fut. ιῶ Gp.17.12.3: (πότος):—A give to drink, ἄκρητον ποτίσας Hp.Aph.7.46; ἐπότισεν… ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Arist.Ph.199a34, cf. Ruf.Fr.118; οἶνον [ὑποζυγίοις] Aen.Tact.27.14:—Pass., Dsc.1.11,al. 2 c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Pl.Phdr.247e; μικρὸν ὕδωρ π. τινά LXX Ge.24.17; ποτήριον π. τινά Ev.Marc.9.41, cf. 1 Ep.Cor.12.13 (Pass.). 3 water, [τὰ φυόμενα] X.Smp.2.25, cf. LXX Ge.2.6; irrigate, φυτά PCair.Zen.72.4 (iii B. C.); π. τὴν γῆν ἀπὸ χερός ib.155.3 (iii B. C.); also water cattle, ταύρως καὶ πόρτιας Theoc.1.121:—Pass., of land, to be watered, to be irrigated, CPR1.9 (i A. D.), Luc.Abd.27, etc. 4 π. οἴνῳ OGI200.16 (Axum, iv A. D.); οἴνου Porph.Abst.2.54 (ap.Eus.PE4.16; οἴνῳ codd. Porph.). 5 moisten, μετά τινος Zos.Alch.p.167 B.; τινι Moses ap.eund.p.183 B.

German (Pape)

[Seite 689] trinken lassen, zu trinken geben; νέκταρ ἐπότισε, Plat. Phaedr. 247 e, Sp., bes. N. T.; auch = das Land, die Pflanzen bewässern, begießen; pass. getränkt werden, Luc. abd. 27, τί, womit.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπότισα;
abreuver (la terre, les plantes, les bestiaux).
Étymologie: πότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτίζω [πότος] Dor. ptc. praes. ποτίσδων; perf. πεπότικα laten drinken, te drinken geven:; ἄκρητον onvermengde wijn Hp. Aph. 7.46; ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων de man die zijn stieren en kalveren te drinken geeft Theocr. Id. 1.121; met dubbele acc..; τοὺς ἵππους... νέκταρ ἐπότισεν hij geeft de paarden nectar te drinken Plat. Phaedr. 247e; ὃς... ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος wie jullie een beker water te drinken geeft NT Marc. 9.41; overdr. pass.. πάντες ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν wij zijn allen van één geest doordrenkt NT 1 Cor. 12.13. spec. besproeien, irrigeren:; ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλῶς ἐπότισεν ik heb geplant, Apollos heeft besproeid NT 1 Cor. 3.6; pass.. ἐν τῇ... ποτιζόμενῃ ( χωρᾳ ) in goed geïrrigeerd land Luc. 54.27.

Russian (Dvoretsky)

ποτίζω: дор. ποτίσδω
1 давать пить, поить (τοὺς ἵππους π. τι Plat.; ταύρως καὶ πόρτιας Theocr.): π. τὸ φάρμακον Arst. дать выпить лекарства; γάλα τινὰ π. NT поить кого-л. молоком;
2 орошать, поливать (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὶ π. NT; αἱ ῥοιαὶ δι᾽ ὕδατος ποτιζόμεναι Arst.).

English (Strong)

from a derivative of the alternate of πίνω; to furnish drink, irrigate: give (make) to drink, feed, water.

English (Thayer)

imperfect ἐπότιζον; 1st aorist ἐπότισα; perfect πεποτικα (ἐποτίσθην; (πότος); from (Hippocrates), Xenophon, Plato down; the Sept. for הִשְׁקָה; to give to drink, to furnish drink, (Vulg. in poto (but in Revelation, the passage cited Tdf. gives potiono; A. V. to make to drink)): τινα, τινα τί, to offer one anything to drink (Winer's Grammar, § 32,4a.; (Buttmann, § 131,6)): Sept.; in figurative discourse ποτίζειν τινα γάλα, to give one teaching easy to be apprehended, οὐ βρῶμα is added; (cf. Winer's Grammar, § 66,2e.; Buttmann, § 151,30; A. V. I have fed you with milk, etc.)); τινα ἐκ τοῦ οἴνου, οἶνος, b. and θυμός, 2); equivalent to to water, irrigate (plants, fields, etc.): Xenophon, symp. 2,25; Lucian, Athen., Geoponica, (Strabo, Philo); the Sept. (to imbue, saturate, τινα, one's mind, with the addition of an accusative of the thing, ἕν πνεῦμα, in the passive, L T Tr WH (Winer's Grammar, § 32,5; Buttmann, § 134,5); εἰς ἕν πνεῦμα, that we might be united into one body which is imbued with one spirit, ibid. R G (τινα πνεύματι κατανύξεως, Sirach 15:3)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α πότος
1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.)
2. (για φυτό ή γη) αρδεύω
νεοελλ.
1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη μάννα σου τη μάγισσα ρακί θαν τήν ποτίσω», δημ. τραγούδι)
2. (αμτβ.) εμποτίζομαι, υγραίνομαι («πότισε ο τοίχος από την πολλή βροχή»)
3. φρ. α) «ποτίζω κάτι με τον ιδρώτα μου» — δημιουργώ κάτι με πολύ κόπο και μόχθο
β) «ποτίζω με φαρμάκι» ή «ποτίζω με χολή» — στενοχωρώ ή δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ
4. παροιμ. «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι ωφελούνται έμμεσα από αγαθά ή παροχές που δίνονται σε άλλους
νεοελλ.-αρχ.
διαποτίζω, υγραίνω («η βροχή πότισε το ταβάνι»).

Greek Monotonic

ποτίζω: Δωρ. ποτίσδω (πότος), μέλ. -ίσω και -ιῶ,
1. δίνω σε κάποιον να πιει, με διπλή αιτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, έδωσε στα άλογα νέκταρ να πιούν, σε Πλάτ.· ποτήριον ποτίζω τινά, σε Καινή Διαθήκη
2. ποτίζω τη γη, σε Ξεν.· ποτίζω τα ζώα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίζω: μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, (πότος) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς νέκταρ νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν ὕδωρ π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· ποτήριον π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) ποτίζω τὴν γῆν, Νεῖλος π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· ὡσαύτως ποτίζω ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.

Middle Liddell

πότος
1. to give to drink, c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Plat.; ποτήριον π. τινά NTest.
2. to water the ground, Xen.; to water cattle, Theocr.

Chinese

原文音譯:pot⋯zw 坡提索
詞類次數:動詞(15)
原文字根:飲(化)
字義溯源:供飲,澆灌,飲於,飲,喝,給水喝;源自(πίνω)*=喝)
出現次數:總共(15);太(5);可(2);路(1);羅(1);林前(5);啓(1)
譯字彙編
1) 喝(3) 太27:48; 羅12:20; 啓14:8;
2) 澆灌的(2) 林前3:7; 林前3:8;
3) 你們給⋯喝(1) 太25:35;
4) 你們⋯喝(1) 太25:42;
5) 送給⋯喝(1) 可15:36;
6) 我給⋯喝(1) 林前3:2;
7) 給⋯喝(1) 太10:42;
8) 飲於(1) 林前12:13;
9) 飲麼(1) 路13:15;
10) 澆灌了(1) 林前3:6;
11) 給你喝(1) 太25:37;
12) 喝的(1) 可9:41

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πότος τοῦ πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.